Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ῥάμφος

  • 1 клюв

    клюв м το ράμφος
    * * *
    м
    το ράμφος

    Русско-греческий словарь > клюв

  • 2 горелка

    горелка
    ж τό μπέκο, τό ράμφος:
    \горелка лампы τό ράμφος (или τό. μπέκο) τῆς λάμπας· газовая \горелка τό μπέκο τοῦ γκαζιού.

    Русско-новогреческий словарь > горелка

  • 3 задолбить

    -блю, -бишь ρ.σ.μ.
    1. ραμφίζω, σκοτώνω με το ράμφος•

    петух -ил жука ο κόκορας σκότωσε με το ράμφος το σκαθάρι.

    2. αποστηθίζω, παπαγαλίζω.
    εκφρ.
    задолбить себе что – είμαι αδιάλλακτος, έχω αγύριγο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > задолбить

  • 4 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 5 клюв

    (у птиц и некоторых других животных) το ράμφος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клюв

  • 6 заклевать

    заклевать
    сов, заклевывать несов
    1. (о птицах) ραμφίζω, χτυπῶ μέ τό ράμφος, κατατσιμπω·
    2. перен (затравливать) ἐξουθενώνω, τρώγω (κάποιον):
    его́ заклевали насмерть τόν ἐφαγαν.

    Русско-новогреческий словарь > заклевать

  • 7 клюв

    клюв
    м τό ράμφος.

    Русско-новогреческий словарь > клюв

  • 8 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 9 клюв

    [κλγιούβ] ουσ. α. ράμφος

    Русско-греческий новый словарь > клюв

  • 10 клюв

    [κλγιούβ] ουσ α ράμφος

    Русско-эллинский словарь > клюв

  • 11 воробьиный

    επ.
    σπουργίτικος, του σπουργίτη•

    -ое гнездо η φωλιά του σπουργίτη•

    -ая стая σμήνος σπουργιτών.

    ουσ. πλθ. -ые τα σπιζιδή.
    εκφρ.
    - ая ночь – α) νύχτα θυελλώδικη (με συνεχή αστραπόβροντα ή μόνο με αστραποφεγγιές, χωρίς βροντές), β) η πιο μικρότερη καλοκαιρινή νύχτα•
    короче -го носа – βραχύτερος κι από τη μύτη (ράμφος) του σπουργίτη (μικρούτσικος, σύντομος).

    Большой русско-греческий словарь > воробьиный

  • 12 исклевать

    -люю, -люешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исклёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. καταραμφίζω, καταπληγώνω με το ράμφος.
    καταραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > исклевать

  • 13 клевать

    клюй, клюёшь
    ρ.δ. μ.
    1. ραμφίζω, τσιμπώ•

    куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•

    петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.

    2. παίρνω, αρπάζω•

    рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.

    3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.
    εκφρ.
    носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•
    денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.
    1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•

    наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.

    2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > клевать

  • 14 клюв

    α.
    ράμφος, τσιμπίδα.

    Большой русско-греческий словарь > клюв

  • 15 наклёв

    α.
    σπάσιμο του αβγού με το ράμφος καθώς και το σπασμένο μέρος αυτού.

    Большой русско-греческий словарь > наклёв

  • 16 наклюнуть

    -нет
    ρ.σ.μ. ραμφίζω, σπάζω το τσόφλι του αυγού με το ράμφος.
    ραμφίζω, σπάζω•

    цыплнок -лся το πουλάκι βγήκε από το τσόφλι.

    || μτφ. (για μπουμπούκι) βγαίνω, σκάζω, ανοίγω. || μτφ. παρουσιάζομαι, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > наклюнуть

  • 17 носок

    βλ. носки
    -ска α.
    1. μικρό ράμφος, μυτίτσα.
    2. η μύτη του ποδιού (των δάχτυλων) η μύτη του παπουτσιού•

    туфли с узкими -ами παπούτσια μυτερά•

    ударить мяч -ом χτυπώ την ποδόσφαιρα με τη μύτη (του παπουτσιού)•

    танцевать на -ах χορεύω στις μύτες των ποδιών.

    3. στόμιο αγγείου.
    4. αιχμή, ακίδα (αντικειμένου).
    εκφρ.
    играть в -иπαλ. είδος χαρτοπαιγνίου (τον χάνοντα χτυπούσαν με την τράπουλα στη μύτη).

    Большой русско-греческий словарь > носок

  • 18 орлиный

    επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αέτιος, αε-τώδης•

    -ое гнездо αετοφωλιά•

    орлиный клгов αέτιο ράμφος•

    -ые ногти αετονύχια•

    орлиный нос γαμψή μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > орлиный

  • 19 переклевать

    -лют, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переклёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ραμφίζω (πολύ, όλο).
    2. χτυπώ (πληγώνω) με το ράμφος.
    αλληλοραμφίζομαι• ραμφίζομαι (με όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > переклевать

  • 20 тукать

    ρ.δ. χτυπώ με κρότο, κροτώ•

    тукать топором χτυπώ με το τσεκούρι•

    дятел -ет носом ο δρυοκολάπτης κρότεΊ με το ράμφος.

    χτυπώ, χτυπιέμαι• προσκρούω•

    тукать на косяк χτυπώ στον ορθοστάτη.

    Большой русско-греческий словарь > тукать

См. также в других словарях:

  • ῥάμφος — crooked beak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — το ους, η μύτη του πουλιού: Τα αρπακτικά πουλιά έχουν ράμφος γαμψό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ράμφος, Κωνσταντίνος — (1776 – 1871). Αγωνιστής του 1821, φιλικός και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Χίο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως υπολοχαγός του τακτικού στρατού του Γάλλου συνταγματάρχη Βαλέστρα και πολέμησε στο Ναύπλιο (1821) και στον Ακροκόρινθο (1822). Μετά τον φόνο …   Dictionary of Greek

  • ῥάμφει — ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥάμφεϊ , ῥάμφος crooked beak neut dat sg (epic ionic) ῥάμφος crooked beak neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμφη — ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμφεσι — ῥάμφος crooked beak neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμφεσιν — ῥάμφος crooked beak neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμφεσσι — ῥάμφος crooked beak neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμφους — ῥάμφος crooked beak neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»