-
1 правильный
1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный
-
2 ритмика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ритмика
-
3 мерный
мерныйприл (размеренный) ρυθμικός, κανονικός. -
4 плавный
плавн||ыйприл1. ἀρμονικός, ρυθμικός:\плавныйая походка ἡ λυγερή περ-πατησιά, τό ἐλαφρό βάδισμα· \плавныйая речь ἡ ρέουσα ὁμιλία·2. лингв, (о звуке) ὑγρός. -
5 размеренный
размеренн||ый1. прич. от размерять·2. прил κανονικός, ρυθμικός/ σπουδαίος, σοβαρός (важный, степенный)', \размеренный шаг τό ρυθμικό βήμά \размеренныйые движения οἱ ρυθμικές κινήσεις. -
6 ритмичный
ритм||ичныйприл ρυθμικός, Ερρυθμος. -
7 ритмичный
[ριτμίτσνυΐ] επ. ρυθμικός -
8 ритмичный
[ριτμίτσνυϊ] επ ρυθμικός -
9 мерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ρυθμικός.2. που έχει καθορισμένο μέτρο, μέγεθος. || ενός πήχη.3. μετρικός, για μέτρηση•-ая посуда αγγείο μετρικό.
-
10 налаженный
επ. από μτχ.κανονικός, ρυθμικός, ρεγουλαρισμένος, αρμονικός στρωμένος•-ая жизнь στρωμένη ζωή.
-
11 плавный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноομαλός, κανονικός, στρωτός• φυσικός, φυσιολογικός, τακτικός, ρυθμικός, ισόχρονος• αρμονικός.εκφρ.- ые согласные – τα υγρά σύμφωνα (λ, ρ). -
12 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
13 пых
-
14 пыхтение
-я ουδ.1. λαχάνιασμα, κοντανά-σεμα.2. ρυθμικός ήχος μηχανής. -
15 раёк
райка α.1. παλ. συσκευή διοπτρική (για κοίταγμα εικόνων).2. (φιλγ.) ρυθμικός σατιρικός μονόλογος.3. υπερώον θεάτρου, η γαλαρία. -
16 размеренный
επ. από μτχ.ρυθμικός, κανονικός, με μέτρο•-ые движения ρυθμικές κινήσεις•
-ая походка κανονικό βάδισμα.
-
17 регулярный
-
18 ритмизованный
επ., βρ: -вал, -а, -оρυθμοποιημένος, ρυθμικός. -
19 ритмический
επ.ρυθμικός•-ие движения οι ρυθμικές κινήσεις.
-
20 складный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. καλοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος.2. (για λόγο) ομαλός, στρωτός• ρυθμικός. || (μουσ.) αρμονικός.3. καλός, ευνοίκός. || άνετος, βολικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυθμικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… … Dictionary of Greek
ρυθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με ρυθμό: Πολλά κορίτσια κάνουν ρυθμική γυμναστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυθμικά — ῥυθμικός neut nom/voc/acc pl ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc/acc dual ῥυθμικά̱ , ῥυθμικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικώτερον — ῥυθμικός adverbial comp ῥυθμικός masc acc comp sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικῶν — ῥυθμικός fem gen pl ῥυθμικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικόν — ῥυθμικός masc acc sg ῥυθμικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῖς — ῥυθμικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοί — ῥυθμικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικοῦ — ῥυθμικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμικούς — ῥυθμικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)