-
1 рациональный
мат. ρητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рациональный
-
2 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
3 безнадзорный
безнадзорныйприл ἀνεπίβλεπτος, ἀνεπιτή ρητός. -
4 измеримый
измер||и́мыйприл (κατα)μετ· ρητός, εὐκολομέτρητος:\измеримыйимая глубина τό μετρητό βάθος. -
5 портативный
портативн||ыйприл φορητός, μεταφο-ρητός, εὐμετακόμιστος:\портативныйая пишущая машинка ἡ φορητή γραφομηχανή. -
6 словесный
словесн||ыйприл προφορικός, ρητός, ἄγραφος:\словесныйое заявление ἡ προφορική δήλωση. -
7 словесный
[σλαβιέσνυϊ] επ. ρητός, προφορικός -
8 словесный
[σλαβιέσνυϊ] επ ρητός, προφορικός -
9 афористический
επ.αποφθεγματικός, ρητός. -
10 поговорочный
επ.γνωμικός, αποφθεγγματι-κός, ρητός•-ое выражение αποφθεγγματική έκφραση (ρητό).
-
11 решительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. αποφασιστικός• τολμηρός•решительный человек αποφασιστικός άνθρωπος•
решительный характер αποφασιστικός χαρακτήρας•
прибегать к -ым мерам καταφεύγω σε αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα.
2. κρίσιμος•решительный бой αποφασιστική μάχη•
решительный момент настал ήρθε (έφτασε) η αποφασιστική στιγμή•
решительный поворот αποφασιστική καμπή,
3. κατηγορηματικός, ρητός• επιτακτικός•решительный тон επιτακτικός τόνος.
4. αναμφίβολος• γνωστός, ξακουστός•это решительный - негодяй αυτός είναι ξακουστός παλιάνθρωπος.
См. также в других словарях:
ῥητός — stated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… … Dictionary of Greek
ρητός — ή, ό επίρρ. ά σαφής, ορισμένος, κατηγορηματικός: Γι΄ αυτή την περίπτωση υπάρχει στο συμβόλαιο ρητός όρος. – Του δήλωσα ρητά ότι δε θα του στείλω άλλα χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥητά — ῥητός stated neut nom/voc/acc pl ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc/acc dual ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητότερον — ῥητός stated adverbial comp ῥητός stated masc acc comp sg ῥητός stated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῶν — ῥητός stated fem gen pl ῥητός stated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητόν — ῥητός stated masc acc sg ῥητός stated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητότατα — ῥητός stated adverbial superl ῥητός stated neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηταῖς — ῥητός stated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηταί — ῥητός stated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητοῖς — ῥητός stated masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)