-
1 воспевать
воспеватьнесов, воспеть сов поэт. τραγουδώ, ψάλλω, ἄδω, ἐξυμνῶ, ἐγκωμιάζω. -
2 неподкупный
неподку́пн||ыйприл ἀδιάφθορος, ἀνεξαγόραστος, ἀδω-ροδόκητος, ἀδέκαστος:\неподкупныйый характер ὁ ἀδέκαστος χαρακτήρας. -
3 петь
петьнесов τραγουδώ, ἄδω / ψάλλω (в церкви) I σιγοτραγουδώ (вполголоса) / κε-λαδώ, κελαΐδώ (о птице)/ λαλῶ (о петухе) I σφυρίζω (о самоваре, чайнике)· ◊ \петь другую песню разг ψάλλω πάντα τό ϊδιο τροπάρι· \петь Лазаря κάνω τόν φουκαρά. -
4 петь
пою, пошьρ.δ.1. τραγουδώ• ψάλλω, άδω•петь вполголоса σιγοτραγουδώ.
2. παίζω, ηχώ•виолончель пот το βιολοντσέλο παίζει.
3. λαλώ•петух пот ο κόκορας λαλεί.
|| κελαηδώ•жаворонки -ли οι κορυδαλοί κελαηδούσαν..
4. υμνώ, δοξάζω, υμνωδώ, εγκωμιάζω. ζ (απλ.)επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.έχω διάθεση για τραγούδι. || τραγουδιέμαι. -
5 пропеть
ρ.σ.μ.1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.
|| κελαηδώ•всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.
|| σαλπίζω, σημαίνωкавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•
оси ο το κεφάλι.
2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
ἅδω — ἅδος satiety masc nom/voc/acc dual ἅδος satiety masc gen sg (doric aeolic) ἁνδάνω please aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄδω — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 1st sg ἀείδω il.Parv.. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίζω — [άδω] γλυκοτραγουδώ … Dictionary of Greek
Coronis (diacritique) — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun … Wikipédia en Français
Diacritique de l'alphabet grec — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun … Wikipédia en Français
Diacritiques De L'alphabet Grec — Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun … Wikipédia en Français
Diacritiques de l'alphabet grec — L’alphabet grec originel ne possédait aucun diacritique : la langue s est pendant des siècles écrite seulement en capitales. Les diacritiques, cependant, sont apparus à la période hellénistique et devenus systématiques au Moyen Âge, dès le… … Wikipédia en Français
Grec polytonique — Diacritiques de l alphabet grec Diacritiques Alphabet arabe Alphabet cyrillique Alphabet grec Alphabet hébreu Alphabet latin Alphabet tibétain Devanāgarī Syllabaires japonais L’alphabet grec originel ne possédait aucun … Wikipédia en Français
συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… … Dictionary of Greek
υμνωδώ — ὑμνῳδῶ, έω, ΝΜΑ [ὑμνῳδός] άδω εγκωμιαστικό ύμνο νεοελλ. 1. ψάλλω ή συνθέτω εκκλησιαστικό ύμνο 2. εξυμνώ, εγκωμιάζω αρχ. 1. άδω, τραγουδώ («τὸν δ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῑ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek