-
1 втиснуть
ρ.σ.μ. πιέζω, πατώ, θλίβω, ζουλώ, -ίζω, ζουπώ, -ίζω, στριμώχνω•втиснуть белье в чемодан πιέζω τα ρούχα στη βαλίτσα.
εισέρχομαι, χώνομαι με δυσκολία, στριμώχνομαι•втиснуть в толпу στριμώχνομαι στο πλήθος.
-
2 зашвырять
ρ.σ.μ.1. βλ. зашвырнуть.2. αρχίζω να ρίχνω, να πετώ, να εξακοντ ίζω.(απλ.) αρχίζω να ρίχνω, να πετώ, να εξακοντ ίζω. -
3 убой
убойм (скота) ἡ σφαγή, τό σφάξιμο· ◊ кормить как на \убой παρατα(γ)ίζω, παχαίνω κάποιον. -
4 анестезировать
-рую, -руешь, μτχ. ενστ., ρ.δ.κ.σ.μ.αναισθητώ, -ίζω, ναρκώνω.αναισθητώ, ναρκώνομαι. -
5 вильнуть
-ну, -нешь ρ.σ.1. βλ. вилять (1 σημ.).2. αναμεριώ, -ίζω γρήγορα.3. στρίβω απότομα, κάνω απότομη στροφή (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.). -
6 вмазать
вмажу, вмажешь, ρ.σ.μ.κλείνω μέσα αλείφοντας εξωτερικά, σφραγίζω, στοκάρω. -ίζω.εγκλείομαι, σφραγίζομαι, στοκαρί-ζομαι. -
7 вынянчить
-чу, -чишьρ.σ.μ.ανατρέφω, βαγιουλεύω, -ίζω, κανακεύω, νταντεύω. -
8 выщипать
-плю, -плешьρ.σ.μ.μαδώ, -ίζω•выщипать перья у курицы μαδίζω τα φτερά της κότας, μαδίζω την κότα.
-
9 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
10 жамкать
ρ.δ. σφίγγω, πιέζω, ζουπώ, -ίζω. || σφίγγω τα σιαγόνια. -
11 забодать
ρ.σ.μ. κερατίζω, κουτουλώ, κουτρώ, -ίζω. -
12 загудеть
-ужу, -удишьρ.σ.αρχίζω να βου-ΐζω κλπ. ρ. βλ. гудеть. -
13 зазуммерить
-итρ.σ.αρχίζω να βου’ίζω. -
14 замять
-мну, -мнешьρ.σ.μ.1. ζουπώ, -ίζω, πατώ, θλίβω, πιέζω.2. σταματώ, ανακόπτω, κόβω•замять скандал σταματώ τον καβγά•
замять разговор σταματώ τη συνομιλία.
|| τραΒώ την προσοχή• αποσιωπώ, σκεπάζω.1. συγχύζομαι, τα χάνω, ακινητώ.2. κομπιάζω, δεν έχω τι ναπώ, δε βρίσκω,την κατάλληλη λέξη.3. σταματώ, κόβομαι, αναστέλλομαι. -
15 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
16 лущить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лущённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.δ. μ.1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, εκκοκκίζω• απολεπίζω•лущить горох εκκοκκίζω μπιζέλια•
лущить кукурузу ξεφλουδίζω καλαμπόκι•
лущить семечки ξεφλούδιζα) σπόρια.
2. τσουγκράν ίζω (χώμα).ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι, εκκοκκίζομαι,• απολεπίζομαι. -
17 набурить
ρ.σ.μ. κάνω γεώτρηση, καθετηριάζω, -ίζω. -
18 нажить
-иву, -ившь, παρλθ. χρ. нажил, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажитый, βρ: -жит, -а, -оρ.σ.μ.1. αποκτώ κερδίζω, βγάζω•нажить капитл αποκτώ κεφάλαιο•
нажить много д-нег βγάζω πολλά χρήματα•
нажить состояние αποκτώ περιουσία•
нажить себе друга, врага αποκτώ φίλο, εχθρό•
нажить беду επισύρω στον εαυτό μου δυστυχία.
2. ζω•недолго она после мужа -ла αυτή δεν έζησε πολύ μετά το σύζυγο της.
1. πλουτίζω•нажить на военных поставках αποκτώ πλούτη από στρατιωτικές προμήθειες.
2. μακροημερεύω, μακροχρον ίζω, ζω πολλά χρόνια. -
19 нашептать
-епчу, пчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нашёптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω πολύ. || παλ. ψιθυρίζω στ αυτί, εμβάλλω, (εμ)φυσώ.2. (ε)ξορκίζω, απαγγέλλω ξόρκι.ψιθυρίζω, μουρ-μουρ ίζω πολύ. -
20 образумить
-млю, -мишьρ.σ.μ. συνετίζω, σώφρων ίζω, βάζω μυαλό, διορθώνω.λογικεύομαι, βάνω μυαλό, σώφρωνίζομαι, συνετίζομαι. || παλ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου.
См. также в других словарях:
.ίζω — ἵζω , ἵζω si sd o pres subj act 1st sg ἵζω , ἵζω si sd o pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵζω — si sd o pres subj act 1st sg ἵζω si sd o pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
μετασελ(λ)ίζω — (Μ) 1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο 2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)] … Dictionary of Greek
πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] … Dictionary of Greek
ρα(γ)ίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παθαίνω ράγισμα, ρωγμή: Το βάζο ράγισε. 2. μτφ., θλίβομαι: Ράγισε η καρδιά μου, όταν τον είδα ύστερα από την αρρώστια του. 3. προξενώ ράγισμα, ρωγμή: Στο πλύσιμο το ράγισες το ποτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵζον — ἵζω si sd o pres part act masc voc sg ἵζω si sd o pres part act neut nom/voc/acc sg ἵζω si sd o imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵζω si sd o imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵζῃ — ἵζω si sd o pres subj mp 2nd sg ἵζω si sd o pres ind mp 2nd sg ἵζω si sd o pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵξαι — ἵζω si sd o aor imperat mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor inf act (doric) ἵξαῑ , ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)