-
1 нимфа
ни́мфаж ἡ νύμφη:морска́я \нимфа ἡ νη-ρηίς [-ίδα], ἡ νεράιδα· лесная \нимфа ἡ δρυ-άς [-άδα], ἡ ἀμαδρυάς· речна́я, водяная \нимфа ἡ ναιάς. -
2 пузырь
пузырьм \. ἡ φουσκαλίδα, ἡ φυ-σαλ(λ)ίδα [-ίς], ἡ μπουρμπουλήθρα, ἡ πο-μφόλυξ:мыльный \пузырь прям., перен ἡ σαπουνόφουσκα·2. (волдырь) ἡ φουσκαλίδα, ἡ φουσκάλα, ἡ φλύκταινα·3. анат. ἡ κύστις:желчный (мочевой) \пузырь ἡ χοληδόχος (ή οὐροδόχος) κύστις· плавательный \пузырь (у^ыб) ἡ νηκτική κύστις·4. (для льда) θερμοφόρα μέ πάγο· 5.· (о малыше) разг τό ἀγοράκι, τό παιδάκι. -
3 абиссинец
-нца α., -ка, -и θ.Αβησσυνός, -ή, Αιθίοπας, -ίδα. -
4 азиат
-а α., -ка, -и θ.1. Ασιάτης, -ιδα.2. παλ. άνθρωπος καθυστερημένος. -
5 албанец
-нца α. –ка, -и θ.Αλβανός, -ή, -ίδα. -
6 амариллис
-а α.αμαρυλλίς, -ίδα (φυτό). -
7 американец
-нца, α. –ка, -и, θ.Αμερικανός, -ίδα, -άνα. -
8 англичанин
-а α. –ка, -и θ.Άγγλος, -ίδα, Εγγλέζος, -α. || -ане, -ан πλθ. οι Άγγλοι. -
9 армянин
-а α. –янка, -и θ. πλθ. -яне, -инΑρμένος, -ης, -ισσα, -ίδα. -
10 артист
-а α., -ка, -и θ.καλλιτέχνης, -ιδα, αρτίστας, -α (ηθοποιός, τραγουδιστής ή μουσικός εκτελεστής)•народный - λαϊκός καλλιτέχνης•
заслуженный - διακεκριμένος καλλιτέχνης.
-
11 баронесса
-ы θ.βαρώνη, -ίδα, σύζυγος ή θυγατέρα του βαρώνου. -
12 башкир
а κ.башкирец -рца α. –ка, -и θ.Βάσκιρος, -α, -ίδα, κάτοικος της Βασκιρίας. -
13 белорус
-а α. -ка, -и θ.Λευκόρώσος, -ίδα. -
14 бельгиец
-гийца α. –гийка, -и θ.Βέλγος, -ίδα. -
15 бирманец
-нца α., -ка, -и θ.Βιρμανός, -ή, -ίδα. -
16 болгарин
-а α. –ка, -и θ.Βούλγαρος, -άρα, -ίδα. -
17 великорус
-а α. –ка, -и θ.μεγαλορώσος, -ίδα. -
18 германец
-нца α., -ка, -и θ. Γερμανός, -ίδα. -
19 гордец
-а α., -ячка, -и θ. υπερόπτης, -ιδα, υψηλόφρονας, -η, περήφανος, -η. -
20 датчанин
-а α., πλθ. -не, -ка, -и θ. Δανός, -ίδα.
См. также в других словарях:
Ἴδα — Ἴδᾱ , Ἴδη timber tree fem nom/voc/acc dual Ἴδᾱ , Ἴδη timber tree fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἴδᾱ , Ἴδης masc nom/voc/acc dual Ἴδης masc voc sg Ἴδᾱ , Ἴδης masc gen sg (doric aeolic) Ἴδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… … Dictionary of Greek
Ἴδᾳ — Ἴδαι , Ἴδη timber tree fem nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) Ἴδαι , Ἴδης masc nom/voc pl Ἴδᾱͅ , Ἴδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίδα — Ημιορεινόςοικισμός(υψόμ.190μ.,735κάτ.)στην πρώηνεπαρχίαΑλμωπίαςτουνομούΠέλλης.Βρίσκεται στα ΒΑ της Αριδαίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξαπλατάνου … Dictionary of Greek
ἴδα — ἴ̱δᾱ , ἴδη timber tree fem nom/voc/acc dual ἴ̱δᾱ , ἴδη timber tree fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱δᾱ , ἶδος sweat neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδᾳ — ἴ̱δᾱͅ , ἴδη timber tree fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαυκίς/-ίδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Γριά της Φρυγίας, που μαζί με τον σύζυγό της Φιλήμονα φιλοξένησαν τον Δία και τον Ερμή, που γύριζαν την οικουμένη ως κοινοί θνητοί για να τη γνωρίσουν. Το ζευγάρι ήταν το μόνο, απ’ όλους τους κατοίκους της Φρυγίας, που δέχτηκε … Dictionary of Greek
πυξίς (-ίδα) — Π. ονομαζόταν αρχικά στην αρχαία Ελλάδα,το μικρό κουτί από ξύλο πύξου που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για να αποθηκεύουν και να διατηρούν τις αλοιφές τους. Αργότερα ονομαζόταν έτσι κάθε είδους κιβώτιο που χρησίμευε για την τοποθέτηση κοσμημάτων… … Dictionary of Greek
τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… … Dictionary of Greek
Χλωρίς (-ίδα) — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά της βλάστησης, ιδιαίτερα των λουλουδιών, που τη θεωρούσαν κόρη της Περσεφόνης. Οι Λατίνοι την μετονόμασαν σε Φλόρα. Στους ελληνιστικούς χρόνους οφείλεται ο μύθος του έρωτά της στον Ζέφυρο. 2. Κόρη του Αμφίωνα… … Dictionary of Greek
Ἴδας — Ἴδᾱς , Ἴδη timber tree fem acc pl Ἴδᾱς , Ἴδη timber tree fem gen sg (doric aeolic) Ἴδᾱς , Ἴδης masc acc pl Ἴδᾱς , Ἴδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)