-
1 Climate
subs.Air: P. and V. ἀήρ, ὁ.Seasons: P. and V. ὧραι, αἱ.Temperature: P. and V. κρᾶσις, ἡ (Eur., frag.).A climate singularly equable: P. ὧραι μετριώτατα κεκραμέναι (Plat., Criti. 111E).The equability of the climate: P. ἡ εὐκρασία τῶν ὡρῶν (Plat., Tim. 24C).The climate was regulated to exclude suffering: P. τὸ τῶν ὡρῶν ἄλυπον ἐκέκρατο (Plat., Pol. 272A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Climate
-
2 распределение
-я ουδ.κατανομή, καταμερισμός• διανομή, μοίρασμα•распределение продуктов питания καταμερισμός των τροφίμων•
распределение работы καταμερισμός εργασίας.
|| προγραμμάτιση (χρόνου, ωρών κ.τ.τ.).(τεχ.) συσκευή κατανομής (ατμού, αερίου κ.τ.τ.). -
3 трёхчасовой
επ.τρίωρος•-ое собрание τρίωρη συνέλευση.
|| των τριών (ωρών)•уехать -ым поездом φεύγω με το τρένο των τριών.
-
4 Temperature
subs.The temperature was regulated to exclude suffering. P. τὸ τῶν ὡρῶν ἄλυπον ἐκέκρατο (Plat., Polit. 272A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Temperature
См. также в других словарях:
Ὡρῶν — Ὥρα fem gen pl Ὡρῶν , Ὧραι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρῶν — ὤρα care fem gen pl ὠ̱ρῶν , ὦρος sleep neut gen pl (attic epic doric) ὠρέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρῶν — ὥρα sura. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρων — Ὦρον neut gen pl Ὦρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρων — ἄρων , ἄρον cuckoo pint neut gen pl ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὥρων — Ὧρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥρων — ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd pl ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 1st sg ὥ̱ρων , ὧρος a year masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek