-
1 Echo
subs.——————v. trans.A sound: V. ἀντιφθέγγεσθαι, ἀνταλαλάζειν.So that the earth echoed: V. ὥσθʼ ὑπηχῆσαι χθόνα (Eur., Supp. 710).——————Ἠχώ, -οῦς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Echo
См. также в других словарях:
ὥσθ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
προχαίρω — Α 1. χαίρομαι από πριν («ὡσθ ἡμῑν συμβαίνειν τὸ προχαίρειν», Πλάτ.) 2. (η προστ.) προχαιρέτω ειρων. ας λείπει κάτι τέτοιο (Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek
υπηχώ — έω, ΜΑ [ἠχῶ] 1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.) 2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ… … Dictionary of Greek