Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ὠρῡομαι

  • 1 bellow

    ['beləu] 1. verb
    (to roar like a bull: The headmaster bellowed at the children.) ωρύομαι
    2. noun
    (an act of roaring.) ουρλιαχτό

    English-Greek dictionary > bellow

  • 2 rant

    [rænt]
    (to talk angrily: He's still ranting (and raving) about the damage to his car.) ρητορεύω: ωρύομαι

    English-Greek dictionary > rant

  • 3 rave

    [reiv]
    1) (to talk wildly because, or as if, one is mad.) παραληρώ/ ωρύομαι
    2) (to talk very enthusiastically: He's been raving about this new record he's heard.) εκθειάζω

    English-Greek dictionary > rave

  • 4 storm

    [sto:m] 1. noun
    1) (a violent disturbance in the air causing wind, rain, thunder etc: a rainstorm; a thunderstorm; a storm at sea; The roof was damaged by the storm.) καταιγίδα,θύελλα
    2) (a violent outbreak of feeling etc: A storm of anger greeted his speech; a storm of applause.) ξέσπασμα
    2. verb
    1) (to shout very loudly and angrily: He stormed at her.) ξεσπώ σε φωνές,ωρύομαι
    2) (to move or stride in an angry manner: He stormed out of the room.) πηγαίνω αγανακτισμένος
    3) ((of soldiers etc) to attack with great force, and capture (a building etc): They stormed the castle.) κάνω έφοδο,καταλαμβάνω με έφοδο
    - stormily
    - storminess
    - stormbound
    - stormtrooper
    - a storm in a teacup
    - take by storm

    English-Greek dictionary > storm

  • 5 yell

    [jel] 1. noun
    (a loud, shrill cry; a scream: a yell of pain.) κραυγή, ουρλιαχτό
    2. verb
    (to make such a noise: He yelled at her to be careful.) ουρλιάζω, ωρύομαι

    English-Greek dictionary > yell

  • 6 roar

    1) βρυχηθμός
    2) βρυχώμαι
    3) ωρύομαι

    English-Greek new dictionary > roar

См. также в других словарях:

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] …   Dictionary of Greek

  • рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»