-
1 послед
последм анат. ὁ πλακοῦς, τό ὑστερον. -
2 детский
επ.1. παιδικός•-ие болезни παιδικές αρρώστειες•
-ие игры παιδικά παιγνίδια•
-ая литература παιδική λογοτεχνία•
-ие шалости παιδικές αταξίες•
-ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•
-ая смертность παιδική θνησιμότητα•
-ая психология η ψυχολογία του παιδιού.
2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•-ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•
детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.
εκφρ.городок – παιδούπολη•детский дом – παιδικό οικοτροφείο•- ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•детский сад – βλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•- ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης.
См. также в других словарях:
ὕστερον — the afterbirth neut nom/voc/acc sg ὕστερος latter masc acc sg ὕστερος latter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὃ φρονεῖ τις ὕστερον, πόσον ἂν ᾖν, εἰ πρότερον τοῦτο ἐφρόνει. — См. Русский человек задним умом крепок … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑστέρω — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc dual ὕστερον the afterbirth neut gen sg (doric aeolic) ὕστερος latter masc/neut nom/voc/acc dual ὕστερος latter masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστερο(ν) — ὕστερον, ΝΜΑ, και ὕσταριν Α βλ. ύστερος … Dictionary of Greek
ὑστέροις — ὕστερον the afterbirth neut dat pl ὕστερος latter masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέροισι — ὕστερον the afterbirth neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕστερος latter masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέροισιν — ὕστερον the afterbirth neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕστερος latter masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρου — ὕστερον the afterbirth neut gen sg ὕστερος latter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρων — ὕστερον the afterbirth neut gen pl ὕστερος latter fem gen pl ὕστερος latter masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρῳ — ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὕστερος latter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕστερα — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)