-
1 υλη
дор. ὕλᾱ (ῡ) ἥ1) лес Hom., Her., Thuc.2) кустарник(ὕλη ἢ κάλαμος …δένδρον δ΄ οὐδέν Xen.)
3) дрова Hom., Her., Xen.4) строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.5) сырой материал Hom., Her.ὕ. ἄψυχος Soph. — безжизненный, т.е. необработанный материал
6) филос. вещество, материя(ἥ ὕ. καὴ τὸ εἶδος Arst.)
7) тема, (исследуемый или описываемый) предметκατὰ τέν ὑποκειμένην ὕλην Arst. — в соответствии с заданной темой;
πᾶσα ἥ τραγικέ ὕ. Polyb. — всевозможные трагические темы8) осадок, гуща, муть Arph. -
2 Υλη
-
3 ύλη
η1) вещество, материал;πρώτες ύλες — сырьё;
πλαστικές ύλες — пластмассы;
καύσιμη ύλη — горючее (топливо);
ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;
2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);ύλ εφημερίδας — газетный материал;
γλωσσική ύλη — языковой материал;
3) филос, материя;4) материальные блага;§ γραφική ύλη — письменные принадлежности
-
4 ὕλη
ἡ ὕλη 1, лес, древесина; 2. (≃ лат. materies) фил. материя -
5 ὕλη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὕλη
-
6 ύλη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ύλη
-
7 ὕλη
лес, дрова, дерево (материал).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὕλη
-
8 ὕλη
-
9 ύλη
[или] ουσ θ материя, вещество. -
10 υλα
-
11 υλο-
-
12 αγροιωτις
-
13 αδηκτος
21) неизъеденный, неисточенныйὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. — лес, совершенно не тронутый червями
2) перен. неуязвленный, не потерпевший ущерба, не пострадавший Plut. -
14 αδιαφορος
21) не отличающийся(ἀ. καὴ ὅμοιος Arst.)
2) безразличный Arst., Sext.3) неразличимый, недифференцированный(ὕλη ἄποιος καὴ ἀ. Plut.)
4) стих. (о гласном; лат. anceps) обоюдный, т.е. могущий быть то долгим, то коротким -
15 αζαλεος
-
16 αθροος
стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 31) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщийἀθρόοι ἴομεν Hom. — пойдем все вместе;
οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ΄ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. — не сомкнутым строем, а кто куда;οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. — самая гуща неприятельских войск;ἀθρόα πάντα Hom. — все вместе (сразу);ἀθρόα πόλις Thuc. — весь город в целом;κῶμαι ἀθρόαι Xen. — селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии);ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. — судить кого-л. вместе (огулом);ἀθρόῳ στόματι Eur. — единогласно;οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. — не понимать общего смысла;ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. — в течение трех ночей подряд;ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. — весь запас древесного топлива;λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. — лев вскочил одним прыжком;κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr. — он мгновенно погрузился в воду2) непрерывный, сплошной, обильный(κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.)
ἀ. καὴ πολὺς λόγος Plat. — пространная и непрерывная речь -
17 ακαρπος
-
18 ακαταχωριστος
-
19 ακινητος
2, редко Pind. 31) неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. — отправиться неподвижной стопой, т.е. умереть
2) малоподвижный, ленивый, вялый(φρένες Arph., Plut.)
3) нетронутый, невспаханный(χώρα Plut.)
4) косный, бездеятельный(ὕλη Plut.)
5) неизменный(νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.)
ἀκίνητοι φυλακαί Eur. — несменившаяся стража6) неприкосновенный, заповедный, запретный, священный(τάφος Her.)
κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. — прикасаться к запретному, т.е. кощунствовать;τἀκινητ΄ ἔπη Soph. — слова, которые нельзя произносить, т.е. тайны7) непреклонный, неутолимый, упорный Soph.ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. — неустрашимый
-
20 αμορφος
21) некрасивый, безобразный, уродливый(γυνή Her.; σῶμα, στολή Eur.; μῦθος Plat.)
καμὼν ἀμορφότερος Xen. — подурневший от болезни2) бесформенный(εἶος Plat.; sc. ὕλη Arst.; κυήματα Plut.)
ἄ. τινος Plat. — не принявший форму чего-л.
См. также в других словарях:
Ύλη — (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek