-
1 ткать
υφαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ткать
-
2 ткать
тку, ткёшь, παρλθ. χρ. ткал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тканный, βρ: ткан, ткана, ткано;επιρ. μτχ. δεν έχει• ρ.σ.1. υφαίνω•ткать сукна υφαίνω τσόχα•
ткать коер υφαίνω τάπητα.
2. κεντώ στον αργαλειό. || πλέκω•паук ткт паутину η αράχνη πλέκει τον ιστό.
υφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
3 ткать
-
4 переткать
-тку, -ткшь, παρλθ. χρ. переткал-ала, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пер-тканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.1. υφαίνω• πλουμίζω.2. υφαίνω (όλα, πολλά). -
5 проткать
тку, ткшь, παρλθ. χρ. проткал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.1. υφαίνω σχέδια.2. υφαίνω (για ένα χρον. διάστημα). -
6 прясть
текст. κλώθω, γνέθω, υφαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прясть
-
7 выткать
выткатьсов ὑφαίνω, φαίνω. -
8 ткать
[τκάτ'] ρ. υφαίνω -
9 ткать
[τκάτ'] ρ υφαίνω -
10 выткать
-ку, -кешь, ρ.σ.μ.1. υφαίνω.2. ενυφαίνω (σχέδιο κ.τ.τ.). -
11 засновать
-ную, -нуешьρ.σ. αρχίζω να υφαίνω, να στημονιάζω. -
12 заткать
-ку, -кешь, παρλθ. χρ. заткал, -ла, -лоρ.σ.μ. ενυφαίνω, διυφαίνω•заткать золотом χρυσοπλέκω•
заткать серебром ασημοπλέκω.
|| αρχίζω να πλέκω, να υφαίνω. -
13 изоткать
-ку, -кешьρ.σ.μ. υφαίνω διακοσμητικά•изоткать золотом материю χρυσούφαίνω.
|| καταναλώνω υφαίνοντας. -
14 наткать
-тку, -ткшь, παρλθ. χρ. наткал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натканный-кан, -а, -оρ.σ.μ. υφαίνω πολλά. -
15 сновать
сную, снуешь ρ.δ.μ.1. υφαίνω ιστό, στημον ιάζω. || (για σαΐτα) κινώ μπροστά-πίσω (παλινδρομικά).2. μτφ. κινούμαι πέρα-δώθε, προς διάφορες κατευθύνσεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.).
См. также в других словарях:
υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ … Dictionary of Greek
ὑφαίνω — weave pres subj act 1st sg ὑφαίνω weave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαίνω — υφαίνω, ύφανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υφαίνω — και φαίνω ύφανα και έφανα, υφάθηκα και φάθηκα, υφασμένος και φασμένος και φαμένος 1. στον υφαντικό ιστό του αργαλειού πλέκω νήματα σε μήκος και σε πλάτος (στημόνι και φάδι) για κατασκευή υφάσματος. 2. μτφ., ετοιμάζω κάτι κρυφά και δόλια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαίνῃ — ὑφαίνω weave pres subj mp 2nd sg ὑφαίνω weave pres ind mp 2nd sg ὑφαίνω weave pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανοϋφαίνω — υφαίνω αραιά, χαλαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανά + υφαίνω] … Dictionary of Greek
κρουστοϋφαίνω — υφαίνω πυκνά, κρουστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κρουστά (< κρουστός) + υφαίνω] … Dictionary of Greek
ὑφαινομένων — ὑφαίνω weave pres part mp fem gen pl ὑφαίνω weave pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαινόμενον — ὑφαίνω weave pres part mp masc acc sg ὑφαίνω weave pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαινόντων — ὑφαίνω weave pres part act masc/neut gen pl ὑφαίνω weave pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφανεῖ — ὑφαίνω weave fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑφαίνω weave fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὑ̱φανεῖ , ὑφανάω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑ̱φανεῖ , ὑφανάω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)