Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑφάσματα

  • 1 mensucat

    υφάσματα, πλεκτικός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mensucat

  • 2 мануфактура

    θ.
    1. χειροτεχνία, χειροτεχνικός τρόπος παραγωγής, μανιφατούρα.
    2. πλθ. -ы υφάσματα•

    купить -ы αγοράζω υφάσματα.

    Большой русско-греческий словарь > мануфактура

  • 3 рубчик

    (выпуклая полоска на ткани) η εξέχουσα ρίγα στα υφάσματα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубчик

  • 4 садиться

    1. (на транспортное средство) επιβιβάζομαι 2. (об аккумуляторе) πέφτω, κάθομαι 3. (ο самолёте) προσγειώνομαι 4. (напр. на стул) κάθομαι 5. (о ткани) μαζεύω, μπαίνω (για υφάσματα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > садиться

  • 5 мануфактура

    мануфактур||а
    ж
    1. эк., ист. ἡ χειροτεχνία, ἡ μανιφατούρα·
    2. (о ткани) ἡ μανιφατούρα, τά ὑφάσματα.

    Русско-новогреческий словарь > мануфактура

  • 6 протравить

    протравить
    сов, протравливать несов
    1. (в граверном деле) χαράσσω, ἐγκαίω μέ ὀξύ·
    2. текст. προστύφω τά ὑφάσματα.

    Русско-новогреческий словарь > протравить

  • 7 сорт

    сорт
    м τό είδος, ἡ λογή/ ἡ ποιότη-τα [-ης] (качество):
    одного́ \сорта τής ἰδιας ποιότητας· бумага двух \сорто́в χαρτί δύο είδῶν, δυό λογιών χαρτί· ткани разных \сорто́в λογής-λογής ὑφάσματα· высший \сорт ἡ ἀνωτέρα (или ἀρίστη) ποιότης· такого \сорта люди разг οἱ τέτοιου είδους ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > сорт

  • 8 drapery

    plural - draperies; noun
    1) (a draper's business.) εμπόριο υφασμάτων
    2) (cloth used for draping: walls hung with blue drapery.) υφάσματα,βαριά κουρτίνα

    English-Greek dictionary > drapery

  • 9 протравливать

    [πρατράβλιβατ'] ρ. χαράσσω, καίω με οξύ, προστύφω τα υφάσματα

    Русско-греческий новый словарь > протравливать

  • 10 протравливать

    [πρατράβλιβατ'] ρ χαράσσω, καίω με οξύ, προστύφω τα υφάσματα

    Русско-эллинский словарь > протравливать

  • 11 бумага

    θ.
    1. χαρτί, χάρτης•

    первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•

    тряпичная -χαρτί από ράκη•

    древесная бумага χαρτί από ξύλο•

    писчая бумага χαρτί γραψίματος•

    почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•

    фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•

    оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•

    газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•

    промокательная бумага στυπόχαρτο•

    цветная -έγχρωμο χαρτί•

    светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•

    наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•

    стеклянная -γυαλόχαρτο•

    пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•

    бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•

    в две линейки χαρτί δίγραμμο•

    бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.

    2. έγγραφο•

    из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.

    3. χαρτονόμισμα•

    -и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.

    4.πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•

    рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.

    εκφρ.
    на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•
    только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•
    ценные -и – τα Χρεόγραφα.
    θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•

    ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•

    хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.

    Большой русско-греческий словарь > бумага

  • 12 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 13 декоративный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. διακοσμητικός•

    -ые искусства διακοσμητικές τέχνες•

    -ые ткани διακοσμητικά υφάσματα.

    || κοσμητικός, καλλωπιστικός•

    -ые растения κοσμητικά φυτά.

    2. σκηνογραφικός.

    Большой русско-греческий словарь > декоративный

  • 14 запарка

    θ.
    1. μούσκευμα με ζεστό νερό.
    2. είδος ατμοσυσκευής (για υφάσματα).

    Большой русско-греческий словарь > запарка

  • 15 качество

    ουδ.
    1. ποιότητα•

    бороться за качество продукции αγωνίζομαι για ποιότητα της παραγωγής•

    ткани высокого -а υφάσματα πολύ καλής ποιότητας.

    2. (φιλοσ.) ποιοτική αλλαγή•

    переход от количества в качество το πέρασμα απο την ποσότητα στην ποιότητα.

    εκφρ.
    в -е кого-чего – με την ιδιότητα του..., ως, σαν.

    Большой русско-греческий словарь > качество

  • 16 костюмный

    επ.
    του κοστουμιού•

    -ые υφάσματα κοστουμιών.

    Большой русско-греческий словарь > костюмный

  • 17 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 18 кубовый

    επ. (για υφάσματα) κυανός, μπλε.

    Большой русско-греческий словарь > кубовый

  • 19 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 20 льняной

    επ.
    του λιναριού• λιναρίσιος, λινός•

    льняной стебель λιναρίσιο στέλεχος(καλαμιά)•

    -ое поле λινοφοχώραφο•

    -ое масло λινέλαιο•

    -ые семена λινόσπορος, λιναρόσπορος•

    -ые ткани λινά υφάσματα•

    -ое производство λινοπαραγωγή•

    -ая промышленность λινοβιομηχανια.

    || λινοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > льняной

См. также в других словарях:

  • ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάσμαθ' — ὑφάσματα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl ὑφάσματι , ὕφασμα woven robe neut dat sg ὑφάσματε , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»