-
1 бетон
το σκυρόδεμα, το σκυροκονίαμα, το μπετόν (ξεν.)армировать - οπλίζω/ενισχύω το -плотный - πυκνό/στεγανό -- с большим содержанием цемента - με μεγάλη περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бетон
-
2 бутара
(барабан для промывки металлосодержащего песка) το περιστρεφόμενο τύμπανο πλύσης (της άμμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бутара
-
3 глинобетон
το οικοδομικό μ(ε)ίγμα άμμου, χαλικιού και λάσπης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глинобетон
-
4 грунтобетон
το μ(ε)ίγμα (σκυρόδεμα) άμμου και λάσπης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтобетон
-
5 добыча
1. (процесс) η εξόρυξη, η εξαγωγή, η παραγωγή 2. (ре-зультат) η παραγωγήваловая - συνολική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добыча
-
6 заиливание
1. (водоёмов песком, илом и т.п.) η προσάμμωση, η πρόσχωση, η κάλυψη με ίλυ 2. (угольной шахты) η υπόγεια πυρόσβεση με μείγμα ύδατος και άμμου/ιλύος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заиливание
-
7 меш
1. (сеть, зацепление) το πλέγμα 2. (ячейки сети, отверстие) το άνοιγμα/η διάσταση οπής του πλέγματος/δικτύου ή σείστρου, το «μάτι» 3. (очко) η διάσταση/το μέγεθος του κόκκου (π.χ. άμμου) (σε σχέση με το άνοιγμα/«μάτι» του σείστρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меш
-
8 песколовка
η παγίδα/ο συλλέκτης άμμου (στους οχετούς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песколовка
-
9 пескомойка
το πλυντήριο άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пескомойка
-
10 пескоразбрасыватель
ο διαστρωτήρας της άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пескоразбрасыватель
-
11 пескосушилка
ο ξηραντήρας της άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пескосушилка
-
12 песчинка
ο κόκκος της άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песчинка
-
13 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина
-
14 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
15 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
16 куча
ку́ч||аж ὁ σωρός, ἡ στοίβα:\куча снегу ἡ στοίβα χιόνι· \куча песку́ ὁ σωρός ἀμμου· \куча книг ὁ σωρός βιβλίων муравьиная \куча ἡ μυρμηγκιά· \куча ребят τό τσούρμο παιδιών ◊ валить в одну́ \кучау βάζω ὁλα σ'ενα σακκί. -
17 песчинка
песчинкаж ὁ κόκκος ἄμμου. -
18 вашгерд
-а α.(τεχ.) απλή συσκευή απόπλυνσης χρυσοφόρου άμμου. -
19 куча
-и θ.1. σωρός, σωρεία, στοίβα•куча хвороста σωρός από φρύγανα•
куча снегу χιονοστιβάδα•
куча песку σωρός άμμου.
2. πλήθος•там была куча народу εκεί ήταν πλήθος λαού•
куча ребят τσούρμο παιδιών•
муравьиная куча μυρμηγκιά•
у меня куча дел έχω ένα σωρό υποθέσεις.
εκφρ.куча мала – (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι.)• -
20 наслоение
-я ουδ.1. στρώμα, κοίτασμα• διάπλαση•песчаное наслоение στρώμα άμμου.
2. μτφ. ιδιότητα, χαρακτηριστικό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄμμου — ἁμός 1 masc/neut gen sg (aeolic) ἄμμος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμμου — ἅμμος sand fem gen sg ἄμμος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. — ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. См. Он из песку веревки вьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
σέκο — Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο … Dictionary of Greek
αμμοθύελλα — Φαινόμενο της ερήμου που χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων άμμου και σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις και με ταχύτητα μέχρι και 60 70 χλμ. την ώρα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται στους ιδιαίτερα ισχυρούς ανέμους που φυσούν στο … Dictionary of Greek
αμμοληψία — η η λήψη άμμου, το να παίρνουν ποσότητες άμμου από παραλία ή από κοίτη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λήψις ( η) < λαμβάνω] … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek