-
1 υποδημα
-
2 ὑπόδημα
{сущ., 10}подошва с ремнями, обувь, сандалия.Ссылки: Мф. 3:11; 10:10; Мк. 1:7; Лк. 3:16; 10:4; 15:22; 22:35; Ин. 1:27; Деян. 7:33; 18:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπόδημα
-
3 υπόδημα
{сущ., 10}подошва с ремнями, обувь, сандалия.Ссылки: Мф. 3:11; 10:10; Мк. 1:7; Лк. 3:16; 10:4; 15:22; 22:35; Ин. 1:27; Деян. 7:33; 18:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπόδημα
-
4 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги -
5 ὑπόδημα
подошва с ремнями, обувь, сандалия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπόδημα
-
6 ὑπόδημα
τὸ ὑπό|δημα, άτος ['подвязанное'] обувь, особ. сандалии -
7 υπόδημα
[иподима] ουσ ο обувь, сапог, ботинок. -
8 ραπτω
(impf. ἔρραπτον - эп. ἔραπτον и ῥάπτον, fut. ῥάψω, aor. ἔρραψα - эп. ῥάψα; pass.: aor. 2 ἐρράφην с ᾰ, pf. ἔρραμμαι)1) шить, сшивать(βοείας Hom.)
ῥάπτεσθαί τινί τι Arph. — собственноручно сшить кому-л. что-л.;τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Her. — сшил эту обувь ты, а надел (ее) Аристагор, т.е. затеял это ты, а осуществил Аристагор2) зашивать, вшивать(τι εἴς τι Eur.)
3) слагать, сочинять(ἀοιδήν Hes.)
4) затевать, замышлять, подстраивать(φόνον ἐπί τινι Her.; μόρον τινί Eur.)
-
9 σπουδαίος
αία, ο[ν]1) важный, серьёзный; значительный;σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;
σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;
εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;
παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;
2) важный, важничающий;σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;
κάνω το σπουδαίο — важничать;
3) видный, выдающийся, замечательный;σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;
σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;
4) видный (о человеке);5) красивый, прекрасный;σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;
6) порядочный, честный, добродетельный;§ τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;
σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!
-
10 5266
{сущ., 10}подошва с ремнями, обувь, сандалия.Ссылки: Мф. 3:11; 10:10; Мк. 1:7; Лк. 3:16; 10:4; 15:22; 22:35; Ин. 1:27; Деян. 7:33; 18:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5266
См. также в других словарях:
ὑπόδημα — sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc sg ὑπόδημον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
υπόδημα — το, ατος προστατευτικό εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, παπούτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… … Dictionary of Greek
ὑποδημάτων — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήμασι — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήμασιν — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήματα — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήματι — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήματος — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)