-
1 υπηκοος
I21) внимающий, внемлющий(τινι Anth.)
2) послушный, покорный(ὑ. τινος Her., Aesch., Thuc., Arst. и ὑ. τινι Eur. etc.)
ὑ. εἰς πάντα NT. — послушный во всем;ὑπήκοόν τινά τινος ποιεῖν Her. — покорять кого-л. кому-л.;τροφέ ὑ. τῇ πέψει Plut. — удобоваримая пищаIIὅ подданный Thuc., Xen.ναυσὴ καὴ οὐ φόρῳ ὑπήκοοι Thuc. — подданные, обязанные поставлять корабли, но не платить налоги
-
2 ὑπήκοος
ὑπήκοος, ον послушный, зависимый; сущ. подданный -
3 ὑπήκοος
{прил., 3}послушный, покорный, внимающий.Ссылки: Деян. 7:39; 2Кор. 2:9; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπήκοος
-
4 υπήκοος
{прил., 3}послушный, покорный, внимающий.Ссылки: Деян. 7:39; 2Кор. 2:9; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπήκοος
-
5 υπήκοος
ος, ον 1. послушный, покорный;2. (о, η) подданн|ый, -ая; гражданин, гражданка (какого-л. государства);ξένοι υπήκοοι — иностранные подданные
-
6 ὑπήκοος
послушный, покорный, внимающий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπήκοος
-
7 ὑπήκοος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπήκοος
-
8 υπήκοος
[ипикоос] επ подчиненный, послушный, покорный. -
9 υπήκοος
[ипикоос] ουσ α подданный. -
10 ανυπηκοος
-
11 φιλυπηκοος
-
12 5255
{прил., 3}послушный, покорный, внимающий.Ссылки: Деян. 7:39; 2Кор. 2:9; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5255
См. также в других словарях:
ὑπήκοος — hearkening masc/fem nom sg ὑπήκους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές … Dictionary of Greek
υπήκοος — ο, η αυτός που ανήκει στην εξουσία ενός κράτους, ο πολίτης: Έλληνες υπήκοοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηκόους — ὑπήκοος hearkening masc/fem acc pl ὑπήκους masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήκοοι — ὑπήκοος hearkening masc/fem nom/voc pl ὑπήκους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
ραγιάς — Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό… … Dictionary of Greek