-
1 υποκατω
Iadv. ниже, внизуοἱ ὑ. Plat. — живущие ниже;
τὸ ὑ. γένος Arst. — низший, т.е. подчиненный родIIὑ. τινὸς κατακλίνεσθαι Plat. — располагаться ниже кого-л. ( за столом)
-
2 υποκάτω
επίρρ. уст.1) снизу, с нижней стороны; 2) внизу (чего-л.), под (чём-л.);υποκάτω του δένδρου — под деревом
-
3 ὑποκάτω
ὑπο|κάτω praep. c. gen. под (низом): ὑποκάτω τῆς γῆς под землею -
4 ὑποκάτω
{нареч., 9}ниже, внизу, под.Ссылки: Мк. 6:11; 7:28; Лк. 8:16; Ин. 1:50; Евр. 2:8; Откр. 5:3, 13; 6:9; 12:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑποκάτω
-
5 υποκάτω
{нареч., 9}ниже, внизу, под.Ссылки: Мк. 6:11; 7:28; Лк. 8:16; Ин. 1:50; Евр. 2:8; Откр. 5:3, 13; 6:9; 12:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υποκάτω
-
6 ὑποκάτω
ниже, внизу, под.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποκάτω
-
7 ὑποκάτω
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποκάτω
-
8 επανω
I(ᾰ) adv.1) сверху, выше(κεῖσθαι Plat.)
ὅ ἐ. Plat., Arst. — расположенный выше, находящийся вверху;τὰ ἐ. Xen. — вышесказанное2) прежде, ранееοἱ ἐ. Dem., Arst. — предки;
ἐν τοῖς ἐ. χρόνοις Diod. — в былые времена3) лог. выше, шире(τὸ ἐ. γένος καὴ τὸ ὑποκάτω γένος Arst.)
II1) выше(τῶν ὀδόντων Arst.)
γεγονέναι ἐ. τινος Plut. — стать выше чего-л.;χρημάτων ἐ. εἶναι Diog.L. — быть выше денег, т.е. презирать деньги2) больше, дороже(ἐ. δηναρίων τριακοσίων πραθῆναι NT.)
-
9 χοος
I.gen. к χόος См. χοος III.Iстяж. χοῦς и χοεύς, gen. χοός и χοέως, стяж. χοῶς ὅ и ἥ (dat. χοΐ, acc. χόᾱ; pl.: nom. χόες, стяж. χοῦς и χοεῖς; gen. χοέων, стяж. χοῶν; dat. χουσί и χοεῦσι; acc. χόας, χοέας, стяж. χοᾶς) хой ( мера жидкости = 3.28 л) Arph., Arst., Dem., Plut., Sext., Anth.μᾶλλον αὐτὸν λέληθεν ἢ οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες Plat. — это известно ему еще менее, чем, как говорится, количество хоев (воды) в море - см. тж. Χόες
IIстяж. χοῦς ὅ1) груда земли(ὅ χ. ὅ ἐξορυχθείς Her.)
ὅ ἐκ τοῦ ὀρύγματος χ. Thuc. — земля (вырытая) изо рва2) земля, прах -
10 5270
{нареч., 9}ниже, внизу, под.Ссылки: Мк. 6:11; 7:28; Лк. 8:16; Ин. 1:50; Евр. 2:8; Откр. 5:3, 13; 6:9; 12:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5270
См. также в других словарях:
υποκάτω — ὑποκάτω ΝΜΑ κάτω από («ὑποκάτω τῆς κλίνης», ΚΔ) αρχ. (λογ.) (με άρθρ.) ο κατώτερος («τὰ ὑποκάτω γένη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κάτω] … Dictionary of Greek
ὑποκάτω — below indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκάτωθεν — ΜΑ 1. κάτωθεν, αποκάτω 2. υποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκάτω + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ἄνω θεν)] … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κάτωθεν — και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε) επίρρ. 1. από κάτω προς τα πάνω («ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.) 2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν τής τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῡ ὀφθαλμοῡ», Ιπποκρ.) μσν. 1. παρακάτω 2. γεωγρ. δυτικά 3. φρ. «τὸ … Dictionary of Greek
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek