Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποκριτής

См. также в других словарях:

  • ὑποκριτής — one who answers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκριτής — ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι] 1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός 2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται αρχ. 1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι 2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων… …   Dictionary of Greek

  • υποκριτής — ο θηλ. ίτρια 1. ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης του θεάτρου. 2. αυτός που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα, ο διπρόσωπος: Μην του έχεις εμπιστοσύνη είναι υποκριτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ГИПОКРИТ —    • Ύποκριτής;          см. Scenici ludi, Театральные представления, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • ὑποκριταῖς — ὑποκριτής one who answers masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριταί — ὑποκριτής one who answers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτοῦ — ὑποκριτής one who answers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτῇ — ὑποκριτής one who answers masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτήν — ὑποκριτής one who answers masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκριτῶν — ὑποκριτής one who answers masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»