-
1 υποδικάσαι
ὑποδικά̱σᾱͅ, ὑπό-δικάζωBis Acc.fut part act fem dat sg (doric)ὑπό-δικάζωBis Acc.aor inf actὑποδικάσαῑ, ὑπό-δικάζωBis Acc.aor opt act 3rd sg -
2 ὑποδικάσαι
ὑποδικά̱σᾱͅ, ὑπό-δικάζωBis Acc.fut part act fem dat sg (doric)ὑπό-δικάζωBis Acc.aor inf actὑποδικάσαῑ, ὑπό-δικάζωBis Acc.aor opt act 3rd sg
См. также в других словарях:
ὑποδικάσαι — ὑποδικά̱σᾱͅ , ὑπό δικάζω Bis Acc. fut part act fem dat sg (doric) ὑπό δικάζω Bis Acc. aor inf act ὑποδικάσαῑ , ὑπό δικάζω Bis Acc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)