Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπο-πίπτω

  • 1 немилость

    немилость
    ж уст. ἡ δυσμένεια:
    ипасть в \немилость πέφτω σέ δυσμένεια, πίπτω ὑπό δυσ-μένειαν.

    Русско-новогреческий словарь > немилость

  • 2 падать

    пада||ть
    несов
    1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):
    \падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·
    2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:
    ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν
    3. (приходиться) πέφτω:
    все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·
    4. (выпадать) πέφτω:
    волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·
    5. (понижаться) πέφτω:
    температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν
    6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > падать

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • καθυποπίπτω — (Α) επιτατ. τού υποπίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»