Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπερπηδῶ

  • 1 перескакивать

    υπερπηδώ, (ανα)πηδώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перескакивать

  • 2 перепрыгивать

    перепрыгивать, перепрыгнуть πηδώ, υπερπηδώ
    * * *
    = перепрыгивать
    πηδώ, υπερπηδώ

    Русско-греческий словарь > перепрыгивать

  • 3 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 4 перескакивать

    перескакивать
    несов, перескочить сов
    1. ὑπερπηδώ·
    2. черен. πηδώ, περνώ ἀπότομα:
    \перескакивать с одной темы на другую πηδῶ ἀπό ἕνα θέμα σέ ἄλλο.

    Русско-новогреческий словарь > перескакивать

  • 5 переступать

    переступать
    несов, переступить сов
    1. ὑπερπηδώ, διαβαίνω, περνώ:
    \переступать порог περνώ τό κατώφλι·
    2. перен βιάζω, παραβιάζω:
    \переступать границы ὑπερβαίνω τά ὀρια, παρεκτρέπομαι· ◊ едва переступа́ть ногами σέρνομαι μετά βίας· переступать с ноги на йогу στηρίζομαι πότε στό ἕνα πόδι πότε στό ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > переступать

  • 6 преграда

    прегра́д||а
    ж ὁ φραγμός, τό ἐμπόδιο[ν] / перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα:
    водная \преграда ὁ ὑδάτινος φραγμός, τό ὑδάτινο κώλυμα· грудобрюшная \преграда анат. τό διάφραγμα· преодолеть все \преградаы ὑπερνικώ \или ὑπερπηδώ) ὅλα τά ἐμπόδια· ставить \преградаы παρεμβάλλω ἐμπόδια

    Русско-новогреческий словарь > преграда

  • 7 преодолевать

    преодолевать
    несов ὑπερνικώ, ὑπερπηδώ, ξεπερνώ.

    Русско-новогреческий словарь > преодолевать

  • 8 шагать

    шаг||ать
    несов βαδίζω, βηματίζω/ περπατώ (ходить):
    \шагать через что-л. δρασκελίζω (или ὑπερπηδώ) κάτι· \шагать в ногу со временем συμβαδίζω μέ τήν ἐποχή.

    Русско-новогреческий словарь > шагать

  • 9 jump

    1. verb
    1) (to (cause to) go quickly off the ground with a springing movement: He jumped off the wall / across the puddle / over the fallen tree / into the swimming-pool; Don't jump the horse over that fence!) πηδώ
    2) (to rise; to move quickly (upwards): She jumped to her feet; He jumped into the car.) πηδώ
    3) (to make a startled movement: The noise made me jump.) αναπηδώ, τινάζομαι
    4) (to pass over (a gap etc) by bounding: He jumped the stream easily.) υπερπηδώ
    2. noun
    1) (an act of jumping: She crossed the stream in one jump.) πήδημα
    2) (an obstacle to be jumped over: Her horse fell at the third jump.) εμπόδιο
    3) (a jumping competition: the high jump.) άλμα
    4) (a startled movement: She gave a jump when the door suddenly banged shut.) απότομη κίνηση, ξάφνιασμα
    5) (a sudden rise, eg in prices: There has been a jump in the price of potatoes.) απότομη αύξηση
    - jump at
    - jump for joy
    - jump on
    - jump the gun
    - jump the queue
    - jump to conclusions / jump to the conclusion that
    - jump to it

    English-Greek dictionary > jump

  • 10 leap

    [li:p] 1. past tense, past participles - leapt; verb
    1) (to jump: He leapt into the boat.) πηδώ
    2) (to jump over: The dog leapt the wall.) υπερπηδώ
    3) (to rush eagerly: She leaped into his arms.) ορμώ
    2. noun
    (an act of leaping: The cat jumped from the roof and reached the ground in two leaps.) πήδημα, άλμα
    - leap year
    - by leaps and bounds

    English-Greek dictionary > leap

  • 11 surmount

    (to overcome or deal with (problems, obstacles etc) successfully: He surmounted these obstacles without trouble.) υπερπηδώ, υπερνικώ

    English-Greek dictionary > surmount

  • 12 запрыгнуть

    ρ.σ.
    1. πηδώ μέσα•

    кошка -ла в кладовку η γάτα πήδησε μέσα στην αποθήκη.

    2. υπερπηδώ•

    запрыгнуть черту πηδώ πέρα από τη γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > запрыгнуть

  • 13 перелететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•

    перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•

    перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.

    || υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•

    петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.

    2. πηγαίνω αεροπορικώς•

    перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.

    || αποδημώ•

    птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.

    3. εκτοξεύομαι πέρα από•

    снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > перелететь

  • 14 переметнуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ρίχνω, πετώ•

    -гранату ρίχνω τη χειροβομβίδα.

    1. υπερπηδώ, πηδώ πάνω απο.
    2. μτφ. μεταπηδώ•

    он -ул в лагерь противника αυτός πέρασε με το μέρος του εχθρού (στο αντίπαλο στρατόπεδο).

    Большой русско-греческий словарь > переметнуть

  • 15 перепрыгнуть

    ρ.σ.
    1. υπερπηδώ•

    перепрыгнуть через забор πηδώ τον περίβολο•

    перепрыгнуть ров πηδώ τον αύλακα.

    2. μεταπηδώ•

    перепрыгнуть с камня на камень πηδώ από πέτρα σε πέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > перепрыгнуть

  • 16 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 17 перешагнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ. διασκελίζω, δρασκελίζω υπερπηδώ, περνώ από επάνω. || μτφ. περνώ, διαβαίνω (όριο), σκαπετώ. || παραβαίνω, παραβιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перешагнуть

  • 18 прорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.

    2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•

    прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•

    прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.

    3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.
    1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.
    2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•

    плотина -лась το φράγμα έσπασε.

    || ανοίγω•

    -лся нарыв έσπασε το απόστημα.

    3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.
    4. εμφανίζομαι ξαφνικά.

    Большой русско-греческий словарь > прорвать

  • 19 форсировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. επιταχύνω, επισπεύδω• (εν)δυναμώνω.
    2. υψώνω, ανεβάζω, αυξαίνω• ζορίζω.
    3. (στρατ.) εκπορθώ• υπερνικώ• υπερπηδώ τα εμπόδια•

    форсировать реку παίρνω με μάχη το ποτάμι•

    форсировать железнодорожный узел καταλαβαίνω με μάχη το σιδηροδρομικό κόμπο.

    επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > форсировать

  • 20 шагать

    ρ.δ.
    1. βαδίζω, βηματίζω• περπατώ• οδοιπορώ. || μτφ. προοδεύω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι.
    2. περνώ, διαβαίνω• υπερπηδώ, δρασκελώ•

    шагать через канаву πηδώ τον αύλακα•

    порог δρασκελώ το κατώφλι.

    3. κάνω βηματισμό•

    солдаты -ают οι στρατιώτες βηματίζουν.

    βαδίζω με διάθεση, έχω διάθεση για βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > шагать

См. также в других словарях:

  • υπερπηδώ — υπερπηδώ, υπερπήδησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: υπερπηδώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …   Dictionary of Greek

  • υπερπηδώ — υπερπήδησα, υπερπηδήθηκα, υπερπηδημένος 1. πηδώ πάνω από κάτι: Υπερπηδώ τον τοίχο. 2. μτφ., παραγκωνίζω, παραμερίζω, υποσκελίζω: Με την προαγωγή του υπερπήδησε πολλούς συναδέλφους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερπηδῶ — ὑ̱περπηδῶ , ὑπερπηδάω leap over imperf ind mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres imperat mp 2nd sg ὑπερπηδάω leap over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap over pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap over pres subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερπήδηση — η / ὑπερπήδησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπερπηδῶ] η ενέργεια τού υπερπηδώ, πήδημα πάνω από κάτι νεοελλ. 1. (ιδίως στη γυμναστική) πήδημα πάνω από ένα γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο τών χεριών σε αυτό ή και χωρίς καμιά στήριξη 2. μτφ. εξουδετέρωση,… …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …   Dictionary of Greek

  • υπεραναπέτομαι — και ὑπερανίπταμαι Μ πετώ πάνω από κάτι, υπερπηδώ εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναπέτομαι / ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»