Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπερ-αγορεύω

  • 1 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 2 говорить

    говор||и́ть
    несов
    1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·
    2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:
    \говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·
    3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·
    4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:
    это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!.

    Русско-новогреческий словарь > говорить

См. также в других словарях:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • συνηγορώ — συνηγορῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, έω, Α [συνήγορος] 1. μιλώ υπέρ κάποιου, τόν υποστηρίζω 2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υπερηγορώ — έω, ΜΑ αγορεύω υπέρ κάποιου, υπερασπίζομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορῶ. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγορεύω — Α αγορεύω υπέρ κάποιου, υποστηρίζω κάποιον με την αγόρευσή μου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»