-
1 Empirically
adv.To produce health and strength, not empirically, but on scientific principles: P. μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ ἀλλὰ τέχνῃ... ὑγίειαν καὶ ῥώμην ἐμποιεῖν (Plat., Phaedr. 270B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Empirically
См. также в других словарях:
προσκερδαίνω — Α [κερδαίνω] κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ. β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· … Deutsch Wikipedia
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
SYRACUSAE — I. SYRACUSAE locus in edito singularis Augusti, quem Τεχνόφυον Graece vocare solitus est. Casaub. ad Capitolin. in Pertinace, c. 11. II. SYRACUSAE ques SYRACUSSAE Theocrito, prius Ortygia, urbs Siciliae amplissima, in ora ad ortum, inter Catinam… … Hofmann J. Lexicon universale
BRYAXIS — sculptor marmorarius, Mausolaeum una cum aliis fecit. Plin. l. 36. c. 5. Pausan. in Atticis, Τοῦ δὲ Α᾿ςκληςιοῦ ἄγαλμα Βρύαξις, καὶ τὴν Υγίειαν ἐπόιηςε … Hofmann J. Lexicon universale
σφαλερός — ή, ό / σφαλερός, ά, όν, ΝΜΑ νεοελλ. εσφαλμένος, λανθασμένος μσν. αρχ. 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός 2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.) 3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν»,… … Dictionary of Greek