-
1 желающий
желающ||ий1. прич. от желать·2. м ὁ ἐπιθυμῶν, αὐτός πού θέλει:все \желающийне οἱ ἐπιθυμούντες, ὅλοι ὀσοι θέλουν. -
2 вместить
вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•
зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.
περιλαμβάνομαι, χωρώ. -
3 сам...
(παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ. -
4 сколько-нибудь
(αντων. κ. επίρ.)όσο• όσος, -η, -ο ή όσοι, όσες, όσα• μια ποσότητα, όσο να είναι. || όσο, ως ένα βαθμό• λίγο-πολύ. -
5 тутти
άκλ. (μουσ.) όλες οι φωνές ή όλα τα όργανα (σημείο στις νότες).εκφρ.- кванти – όλοι όσοι είναι ή όλοι οσοιδήποτε. -
6 Court
subs.Of a house: P. and V. αὐλή, ἡ (Plat.).Of the court, adj.: P. and V. αὔλειος (Plat.), V. ἕρκειος; see fore-court.Palace: Ar. and P. βασίλεια, τά.Court of justice: Ar. and P. δίκαστήριον, τό.Concretely, the judges: P. and V. δικασταί, οἱ.Bring into court, v.: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν.Produce in court: P. ἐμφανῶς παρέχειν (acc.).Rule out of court: Ar. and P. διαγράφειν.Courtship, subs.: V. μνηστεύματα, τά.Pay court to: see v., court.Pay your court to another woman: ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός (Eur., Hel. 1514).——————v. trans.Seek in marriage: P. and V. μνηστεύειν (Plat.).Generally, seek one's favour: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.).Seek after: P. and V. μετέρχεσθαι (acc.), ζητεῖν (acc.), θηρεύειν (acc.), V. θηρᾶν (or mid.).Challenge: P. προκαλεῖσθαι.Suitors foremost in the land of Greece courted her: V. μνηστῆρες ᾔτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός (Eur., El. 21).A thankless crew are ye who court the honours paid to demagogues: V. ἀχάριστον ὑμῶν σπέρμʼ ὅσοι δημηγόρους ζηλοῦτε τιμάς (Eur., Hec. 254).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Court
-
7 Many
adj.Frequent: P. and V. πυκνός.So many: P. and V. τοσοῦτοι, τοσοῖδε, V. τόσοι (rare P.).As many as: P. and V. ὅσοι.Equal in numbers to: P. ἰσοπληθής (dat.), ἰσάριθμος (dat.).In many places: P. and V. πολλαχοῦ.From many places: P. πολλαχόθεν.To many places: P. πολλαχόσε.On many grounds (reasons): P. πολλαχόθεν.Twice as many: V. δὶς τόσοι, P. δὶς τοσοῦτοι.Many times as great: P. πολλαπλάσιος.Many times as great as: P. πολλαπλάσιος (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Many
-
8 Opinion
subs.P. and V. γνώμη, ἡ. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό. V. γνῶμα, τό.Mere opinion, fancy: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.Be a matter of opinion, be disputed, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.In my opinion: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.Form an opinion: see Judge.I formed the same opinion: P. καί μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε (Plat., Ap. 21D).Do not form an opinion: V. μὴ πέραινε τὴν δόκησιν (Eur., Or. 636).All who were of the same opinion: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1. 113).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opinion
-
9 Page
subs.Attendant: P. and V. ὑπηρέτης, ὁ, Ar. and P. θεράπων, ὁ, V. ὀπάων, ὁ, ὀπαδός, ὁ, πρόσπολος, ὁ; see also Esquire.Writing: P. and V. γραφή, ἡ.All who con the pages of the past: V. ὅσοι... γραφὰς... τῶν παλαιτέρων ἔχουσι (Eur., Hipp. 451).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Page
-
10 View
subs.P. and V. ὄψις, ἡ.Range of view: P. ἔποψις, ἡ.He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).In consequence of: P. and V. διὰ (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.In the light of: P. and V. πρός (acc.).Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.Point of view: use opinion.From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View
См. также в других словарях:
ὅσοι — ὅσος as great as masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὤσοι — ὅσοι , ὅσος as great as masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσοιπερ — ὅσοι , ὅσος as great as masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek