Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὅσοι

  • 1 желающий

    желающ||ий
    1. прич. от желать·
    2. м ὁ ἐπιθυμῶν, αὐτός πού θέλει:
    все \желающийне οἱ ἐπιθυμούντες, ὅλοι ὀσοι θέλουν.

    Русско-новогреческий словарь > желающий

  • 2 вместить

    вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.
    χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•

    этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•

    зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.

    περιλαμβάνομαι, χωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > вместить

  • 3 сам...

    (παλ. κ. απλ.)• μαζί με τακτικά αριθμητικά δείχνει: α) πόσες φορές περισσότερο σπάρθηκε από πριν: сам...-друг δυό φορές• сам...-третей τρεις φορές• сам...-четвёрт τέσερις φορές• сам...-пят πέντε φορές• сам...-шест έξι φορές• сам...-сём εφτά φορές• сам...-осьмой οχτώ φορές• сам...-девят εννιά φορές• сам...-десят δέκα φορές. β) τόσοι, όσοι δείχνει το αριθμητικό, συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος: сам...-друг οι δυό μας• сам...-третей οι τρεις μας κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > сам...

  • 4 сколько-нибудь

    (αντων. κ. επίρ.)
    όσο• όσος, -η, -ο ή όσοι, όσες, όσα• μια ποσότητα, όσο να είναι. || όσο, ως ένα βαθμό• λίγο-πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > сколько-нибудь

  • 5 тутти

    άκλ. (μουσ.) όλες οι φωνές ή όλα τα όργανα (σημείο στις νότες).
    εκφρ.
    - кванти – όλοι όσοι είναι ή όλοι οσοιδήποτε.

    Большой русско-греческий словарь > тутти

  • 6 Court

    subs.
    Of a house: P. and V. αὐλή, ἡ (Plat.).
    Of the court, adj.: P. and V. αὔλειος (Plat.), V. ἕρκειος; see fore-court.
    Room, subs.: see Room.
    Palace: Ar. and P. βασλεια, τά.
    Court of justice: Ar. and P. δκαστήριον, τό.
    Concretely, the judges: P. and V. δικασταί, οἱ.
    Bring into court, v.: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν.
    Produce in court: P. ἐμφανῶς παρέχειν (acc.).
    Rule out of court: Ar. and P. διαγρφειν.
    In court, adv.: P. ἐνθάδε (lit. here).
    Courtship, subs.: V. μνηστεύματα, τά.
    Pay court to: see v., court.
    Pay your court to another woman: ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός (Eur., Hel. 1514).
    ——————
    v. trans.
    Seek in marriage: P. and V. μνηστεύειν (Plat.).
    Generally, seek one's favour: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.).
    Seek after: P. and V. μετέρχεσθαι (acc.), ζητεῖν (acc.), θηρεύειν (acc.), V. θηρᾶν (or mid.).
    Challenge: P. προκαλεῖσθαι.
    Flatter: P. and V. θωπεύειν, ποτρέχειν, πέρχεσθαι, Ar. and P. κολακεύειν.
    Suitors foremost in the land of Greece courted her: V. μνηστῆρες ᾔτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός (Eur., El. 21).
    A thankless crew are ye who court the honours paid to demagogues: V. ἀχάριστον ὑμῶν σπέρμʼ ὅσοι δημηγόρους ζηλοῦτε τιμάς (Eur., Hec. 254).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Court

  • 7 Many

    adj.
    P. and V. πολύς, Ar. and P. συχνός.
    Frequent: P. and V. πυκνός.
    Abundant: P. and V. ἄφθονος; see Abundant.
    Very many: P. παμπληθής, Ar. and P. πάμπολυς, P. and V. πέρπολυς.
    Countless: P. and V. ναρίθμητος, V. νριθμος, νήριθμος, μυρίος (also Plat. but rare P.).
    How many, interrog.: P. and V. πόσοι; indirect: P. and V. ὅποσοι.
    So many: P. and V. τοσοῦτοι, τοσοῖδε, V. τόσοι (rare P.).
    As many as: P. and V. ὅσοι.
    Equal in numbers to: P. ἰσοπληθής (dat.), ἰσάριθμος (dat.).
    In many ways: P. and V. πολλαχῆ, πολλαχοῦ.
    In many places: P. and V. πολλαχοῦ.
    From many places: P. πολλαχόθεν.
    To many places: P. πολλαχόσε.
    On many grounds (reasons): P. πολλαχόθεν.
    Many times: P. and V. πολλκις, θαμ, P. συχνόν, Ar. and V. πολλ; see Often.
    Twice as many: V. δὶς τόσοι, P. δὶς τοσοῦτοι.
    Many times as great: P. πολλαπλάσιος.
    Many times as great as: P. πολλαπλάσιος (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Many

  • 8 Opinion

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό. V. γνῶμα, τό.
    Mere opinion, fancy: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Be a matter of opinion, be disputed, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    In my opinion: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    Form an opinion: see Judge.
    I formed the same opinion: P. καί μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε (Plat., Ap. 21D).
    Do not form an opinion: V. μὴ πέραινε τὴν δόκησιν (Eur., Or. 636).
    All who were of the same opinion: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1. 113).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opinion

  • 9 Page

    subs.
    Attendant: P. and V. πηρέτης, ὁ, Ar. and P. θερπων, ὁ, V. ὀπων, ὁ, ὀπαδός, ὁ, πρόσπολος, ὁ; see also Esquire.
    Writing: P. and V. γραφή, ἡ.
    All who con the pages of the past: V. ὅσοι... γραφὰς... τῶν παλαιτέρων ἔχουσι (Eur., Hipp. 451).
    Pages ( of a letter): V. πτυχαί, αἱ, διαπτυχαί, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Page

  • 10 View

    subs.
    P. and V. ὄψις, ἡ.
    Range of view: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).
    Picture: P. and V. γραφή, ἡ; see Picture.
    In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.
    In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).
    In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    In consequence of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.
    In the light of: P. and V. πρός (acc.).
    Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.
    In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).
    Have in view, intend, v.: P. and V. νοεῖν, ἐννοεῖν; see Intend.
    Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Point of view: use opinion.
    From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.
    ——————
    v. trans.
    Survey: P. and V. σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, ναθρεῖν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἐφορᾶν, Ar. and V. ἐποπτεύειν; see Behold.
    Examine: P. and V. ἐξετάζειν, διασκοπεῖν; see Examine.
    Judge, consider: P. and V. γιγνώσκειν, κρνειν; see Consider.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View

См. также в других словарях:

  • ὅσοι — ὅσος as great as masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὤσοι — ὅσοι , ὅσος as great as masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσοιπερ — ὅσοι , ὅσος as great as masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»