Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὄρθιος

  • 1 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 2 выстаивать

    выстаивать
    несов (на ногах) στέκω ὀρθιος, μένω ὀρθιος, στέκω στά πόδια μου.

    Русско-новогреческий словарь > выстаивать

  • 3 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 4 подниматься

    1. (перемещаться куда-л. вверх) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2. (принимать более высокое положение, смещаться по направлению вверх) ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω 3. (принимать стоячее положение) ανορθώνομαι, σηκώνομαι όρθιος 4. (вставая, трогаться с места) εγείρομαι, σηκώνομαι 5. (появляться, начинаться, возникать) εμφανίζομαι, γεννιέμαι 6. (становиться более высоким, более громким, достигать какой-л. высоты) υψώνομαι, ανεβαίνω 7. (увеличиваться, повышаться) αυξάνομαι, ανεβαίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подниматься

  • 5 человек

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > человек

  • 6 вставать

    вставать
    несов
    1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:
    \вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·
    2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·
    3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·
    4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·
    5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·
    6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:
    \вставать на ковер πατώ στό χαλί·
    7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο.

    Русско-новогреческий словарь > вставать

  • 7 становиться

    стан||овиться
    несов
    1. (вставать, занимать место) στέκομαι:
    \становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·
    2. (располагаться):
    \становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·
    3. (делаться) γίνομαι:
    \становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > становиться

  • 8 стоячий

    стояч||ий
    прил
    1. ὅρθιος:
    \стоячий воротник τό ψηλό κολάρο·
    2. (неподвижный) στάσιμος:
    \стоячийая вода́ τό στάσιμο νερό, τό λιμνάζον ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > стоячий

  • 9 торчком

    торчком, торчмя
    нареч, разг ὅρθιος, στητός.

    Русско-новогреческий словарь > торчком

  • 10 торчмя

    торчком, торчмя
    нареч, разг ὅρθιος, στητός.

    Русско-новогреческий словарь > торчмя

  • 11 erect

    [i'rekt] 1. adjective
    (upright: He held his head erect.) όρθιος,στητός
    2. verb
    1) (to set up; to put up or to build: They erected a statue in his memory; They plan to erect an office block there.) στήνω,ανεγείρω
    2) (to set upright (a mast etc).) υψώνω
    - erectly
    - erectness

    English-Greek dictionary > erect

  • 12 on end

    1) (upright; erect: Stand the table on end; The cat's fur stood on end.) όρθιος
    2) (continuously; without a pause: For days on end we had hardly anything to eat.) συνεχώς

    English-Greek dictionary > on end

  • 13 pick up

    1) (to learn gradually, without formal teaching: I never studied Italian - I just picked it up when I was in Italy.) μαθαίνω εμπειρικά
    2) (to let (someone) into a car, train etc in order to take him somewhere: I picked him up at the station and drove him home.) παίρνω με το αυτοκίνητο μου
    3) (to get (something) by chance: I picked up a bargain at the shops today.) βρίσκω τυχαία
    4) (to right (oneself) after a fall etc; to stand up: He fell over and picked himself up again.) σηκώνομαι όρθιος
    5) (to collect (something) from somewhere: I ordered some meat from the butcher - I'll pick it up on my way home tonight.) περνώ να πάρω
    6) ((of radio, radar etc) to receive signals: We picked up a foreign broadcast last night.) πιάνω(εκπομπή)
    7) (to find; to catch: We lost his trail but picked it up again later; The police picked up the criminal.) βρίσκω,πιάνω

    English-Greek dictionary > pick up

  • 14 rise

    1. past tense - rose; verb
    1) (to become greater, larger, higher etc; to increase: Food prices are still rising; His temperature rose; If the river rises much more, there will be a flood; Her voice rose to a scream; Bread rises when it is baked; His spirits rose at the good news.) ανεβαίνω, αυξάνομαι, υψώνομαι
    2) (to move upwards: Smoke was rising from the chimney; The birds rose into the air; The curtain rose to reveal an empty stage.) υψώνομαι
    3) (to get up from bed: He rises every morning at six o'clock.) σηκώνομαι
    4) (to stand up: The children all rose when the headmaster came in.) σηκώνομαι όρθιος
    5) ((of the sun etc) to appear above the horizon: The sun rises in the east and sets in the west.) ανατέλλω
    6) (to slope upwards: Hills rose in the distance; The ground rises at this point.) υψώνομαι
    7) (to rebel: The people rose (up) in revolt against the dictator.) εξεγείρομαι
    8) (to move to a higher rank, a more important position etc: He rose to the rank of colonel.) ανέρχομαι
    9) ((of a river) to begin or appear: The Rhône rises in the Alps.) πηγάζω
    10) ((of wind) to begin; to become stronger: Don't go out in the boat - the wind has risen.) σηκώνομαι
    11) (to be built: Office blocks are rising all over the town.) ορθώνομαι
    12) (to come back to life: Jesus has risen.) ανασταίνομαι
    2. noun
    1) ((the) act of rising: He had a rapid rise to fame; a rise in prices.) ανύψωση, αύξηση
    2) (an increase in salary or wages: She asked her boss for a rise.) αύξηση
    3) (a slope or hill: The house is just beyond the next rise.) ύψωμα
    4) (the beginning and early development of something: the rise of the Roman Empire.) άνοδος, ανάπτυξη, ακμή
    3. adjective
    the rising sun; rising prices; the rising generation; a rising young politician.) ανατέλλων/ ανερχόμενος/ αυξανόμενος
    - late riser
    - give rise to
    - rise to the occasion

    English-Greek dictionary > rise

  • 15 stand

    [stænd] 1. past tense, past participle - stood; verb
    1) (to be in an upright position, not sitting or lying: His leg was so painful that he could hardly stand; After the storm, few trees were left standing.) στέκομαι
    2) ((often with up) to rise to the feet: He pushed back his chair and stood up; Some people like to stand (up) when the National Anthem is played.) στέκομαι,σηκώνομαι όρθιος
    3) (to remain motionless: The train stood for an hour outside Newcastle.) στέκω
    4) (to remain unchanged: This law still stands.) παραμένω,ισχύω
    5) (to be in or have a particular place: There is now a factory where our house once stood.) στέκω
    6) (to be in a particular state, condition or situation: As matters stand, we can do nothing to help; How do you stand financially?) στέκω,υφίσταμαι,είμαι σε κατάσταση
    7) (to accept or offer oneself for a particular position etc: He is standing as Parliamentary candidate for our district.) θέτω υποψηφιότητα
    8) (to put in a particular position, especially upright: He picked up the fallen chair and stood it beside the table.) στήνω(όρθιο),ακουμπώ,βάζω
    9) (to undergo or endure: He will stand (his) trial for murder; I can't stand her rudeness any longer.) δικάζομαι/υποφέρω,ανέχομαι
    10) (to pay for (a meal etc) for (a person): Let me stand you a drink!) κερνώ
    2. noun
    1) (a position or place in which to stand ready to fight etc, or an act of fighting etc: The guard took up his stand at the gate; I shall make a stand for what I believe is right.) θέση
    2) (an object, especially a piece of furniture, for holding or supporting something: a coat-stand; The sculpture had been removed from its stand for cleaning.) βάθρο,στήριγμα,βάση
    3) (a stall where goods are displayed for sale or advertisement.) πάγκος,περίπτερο
    4) (a large structure beside a football pitch, race course etc with rows of seats for spectators: The stand was crowded.) εξέδρα
    5) ((American) a witness box in a law court.) θέση εξεταζόμενου μάρτυρα
    - standing 3. noun
    1) (time of lasting: an agreement of long standing.) διάρκεια
    2) (rank or reputation: a diplomat of high standing.) (κοινωνική κλπ.)θέση,υπόληψη
    4. adjective
    ((of an airline passenger or ticket) costing or paying less than the usual fare, as the passenger does not book a seat for a particular flight, but waits for the first available seat.) σε κατάσταση αναμονής
    5. adverb
    (travelling in this way: It costs a lot less to travel stand-by.) σε κατάσταση αναμονής
    - standing-room
    - make someone's hair stand on end
    - stand aside
    - stand back
    - stand by
    - stand down
    - stand fast/firm
    - stand for
    - stand in
    - stand on one's own two feet
    - stand on one's own feet
    - stand out
    - stand over
    - stand up for
    - stand up to

    English-Greek dictionary > stand

  • 16 upright

    1. adjective
    1) (( also adverb) standing straight up; erect or vertical: He placed the books upright in the bookcase; She stood upright; a row of upright posts.) όρθιος, στητός, ευθυτενής
    2) ((of a person) just and honest: an upright, honourable man.) τίμιος, αδέκαστος
    2. noun
    (an upright post etc supporting a construction: When building the fence, place the uprights two metres apart.) στύλος, ορθοστάτης

    English-Greek dictionary > upright

  • 17 стоячий

    [σταγιάτσυϊ] εκ. όρθιος

    Русско-греческий новый словарь > стоячий

  • 18 стоячий

    [σταγιάτσυϊ] επ όρθιος

    Русско-эллинский словарь > стоячий

  • 19 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 20 выстоять

    -ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.
    1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•

    я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.

    2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.
    1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•

    вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.

    2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > выстоять

См. также в других словарях:

  • ὄρθιος — straight up masc nom sg ὄρθιος straight up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… …   Dictionary of Greek

  • όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθιώτερον — ὄρθιος straight up adverbial comp ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθιώτατον — ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίως — ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc acc pl (doric) ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθιον — ὄρθιος straight up masc acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg ὄρθιος straight up masc/fem acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίων — ὄρθιος straight up fem gen pl ὄρθιος straight up masc/neut gen pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut gen pl ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθιώτατος — ὄρθιος straight up masc nom superl sg ὄρθιος straight up masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίοις — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίοισι — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»