-
1 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
2 выстаивать
выстаиватьнесов (на ногах) στέκω ὀρθιος, μένω ὀρθιος, στέκω στά πόδια μου. -
3 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
4 подниматься
1. (перемещаться куда-л. вверх) ανεβαίνω, ανέρχομαι 2. (принимать более высокое положение, смещаться по направлению вверх) ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω 3. (принимать стоячее положение) ανορθώνομαι, σηκώνομαι όρθιος 4. (вставая, трогаться с места) εγείρομαι, σηκώνομαι 5. (появляться, начинаться, возникать) εμφανίζομαι, γεννιέμαι 6. (становиться более высоким, более громким, достигать какой-л. высоты) υψώνομαι, ανεβαίνω 7. (увеличиваться, повышаться) αυξάνομαι, ανεβαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подниматься
-
5 человек
ο άνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > человек
-
6 вставать
вставатьнесов1. (подниматься на ноги) σηκώνομαι, ἐγείρομαι, σηκώνομαι ὀρθιος:\вставать из-за стола σηκώνομαι ἀπ· τό τραπέζι·2. (на что-л.) ἀνεβαίνω, σκαρφαλώνω·3. перен (на защиту и т. п.) ὁρθώνομαι, ξεσηκώνομαι, ἀνίσταμαι, ὀρθοῦμαι·4. (о солнце) ἀνατέλλω, βγαίνω·5. (возникать) παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἐγείρομαι·6. (наступать на что-л.) πατώ, στέκω, πατώ τό πόδι μου:\вставать на ковер πατώ στό χαλί·7. (останавливаться) σταματώ· ◊ \вставать на учет ἐγγράφομαι· \вставать с левой йоги ξυπνώ ἄκε-φος· \вставать на чьем-л. пути μπαίνω ἐμπόδιο. -
7 становиться
стан||овитьсянесов1. (вставать, занимать место) στέκομαι:\становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·2. (располагаться):\становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·3. (делаться) γίνομαι:\становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία. -
8 стоячий
стояч||ийприл1. ὅρθιος:\стоячий воротник τό ψηλό κολάρο·2. (неподвижный) στάσιμος:\стоячийая вода́ τό στάσιμο νερό, τό λιμνάζον ὕδωρ. -
9 торчком
торчком, торчмянареч, разг ὅρθιος, στητός. -
10 торчмя
торчком, торчмянареч, разг ὅρθιος, στητός. -
11 erect
-
12 on end
1) (upright; erect: Stand the table on end; The cat's fur stood on end.) όρθιος2) (continuously; without a pause: For days on end we had hardly anything to eat.) συνεχώς -
13 pick up
1) (to learn gradually, without formal teaching: I never studied Italian - I just picked it up when I was in Italy.) μαθαίνω εμπειρικά2) (to let (someone) into a car, train etc in order to take him somewhere: I picked him up at the station and drove him home.) παίρνω με το αυτοκίνητο μου3) (to get (something) by chance: I picked up a bargain at the shops today.) βρίσκω τυχαία4) (to right (oneself) after a fall etc; to stand up: He fell over and picked himself up again.) σηκώνομαι όρθιος5) (to collect (something) from somewhere: I ordered some meat from the butcher - I'll pick it up on my way home tonight.) περνώ να πάρω6) ((of radio, radar etc) to receive signals: We picked up a foreign broadcast last night.) πιάνω(εκπομπή)7) (to find; to catch: We lost his trail but picked it up again later; The police picked up the criminal.) βρίσκω,πιάνω -
14 rise
1. past tense - rose; verb1) (to become greater, larger, higher etc; to increase: Food prices are still rising; His temperature rose; If the river rises much more, there will be a flood; Her voice rose to a scream; Bread rises when it is baked; His spirits rose at the good news.) ανεβαίνω, αυξάνομαι, υψώνομαι2) (to move upwards: Smoke was rising from the chimney; The birds rose into the air; The curtain rose to reveal an empty stage.) υψώνομαι3) (to get up from bed: He rises every morning at six o'clock.) σηκώνομαι4) (to stand up: The children all rose when the headmaster came in.) σηκώνομαι όρθιος5) ((of the sun etc) to appear above the horizon: The sun rises in the east and sets in the west.) ανατέλλω6) (to slope upwards: Hills rose in the distance; The ground rises at this point.) υψώνομαι7) (to rebel: The people rose (up) in revolt against the dictator.) εξεγείρομαι8) (to move to a higher rank, a more important position etc: He rose to the rank of colonel.) ανέρχομαι9) ((of a river) to begin or appear: The Rhône rises in the Alps.) πηγάζω10) ((of wind) to begin; to become stronger: Don't go out in the boat - the wind has risen.) σηκώνομαι11) (to be built: Office blocks are rising all over the town.) ορθώνομαι12) (to come back to life: Jesus has risen.) ανασταίνομαι2. noun1) ((the) act of rising: He had a rapid rise to fame; a rise in prices.) ανύψωση, αύξηση2) (an increase in salary or wages: She asked her boss for a rise.) αύξηση3) (a slope or hill: The house is just beyond the next rise.) ύψωμα4) (the beginning and early development of something: the rise of the Roman Empire.) άνοδος, ανάπτυξη, ακμή•- rising3. adjectivethe rising sun; rising prices; the rising generation; a rising young politician.) ανατέλλων/ ανερχόμενος/ αυξανόμενος- early- late riser
- give rise to
- rise to the occasion -
15 stand
[stænd] 1. past tense, past participle - stood; verb1) (to be in an upright position, not sitting or lying: His leg was so painful that he could hardly stand; After the storm, few trees were left standing.) στέκομαι2) ((often with up) to rise to the feet: He pushed back his chair and stood up; Some people like to stand (up) when the National Anthem is played.) στέκομαι,σηκώνομαι όρθιος3) (to remain motionless: The train stood for an hour outside Newcastle.) στέκω4) (to remain unchanged: This law still stands.) παραμένω,ισχύω5) (to be in or have a particular place: There is now a factory where our house once stood.) στέκω6) (to be in a particular state, condition or situation: As matters stand, we can do nothing to help; How do you stand financially?) στέκω,υφίσταμαι,είμαι σε κατάσταση7) (to accept or offer oneself for a particular position etc: He is standing as Parliamentary candidate for our district.) θέτω υποψηφιότητα8) (to put in a particular position, especially upright: He picked up the fallen chair and stood it beside the table.) στήνω(όρθιο),ακουμπώ,βάζω9) (to undergo or endure: He will stand (his) trial for murder; I can't stand her rudeness any longer.) δικάζομαι/υποφέρω,ανέχομαι10) (to pay for (a meal etc) for (a person): Let me stand you a drink!) κερνώ2. noun1) (a position or place in which to stand ready to fight etc, or an act of fighting etc: The guard took up his stand at the gate; I shall make a stand for what I believe is right.) θέση2) (an object, especially a piece of furniture, for holding or supporting something: a coat-stand; The sculpture had been removed from its stand for cleaning.) βάθρο,στήριγμα,βάση3) (a stall where goods are displayed for sale or advertisement.) πάγκος,περίπτερο4) (a large structure beside a football pitch, race course etc with rows of seats for spectators: The stand was crowded.) εξέδρα5) ((American) a witness box in a law court.) θέση εξεταζόμενου μάρτυρα•- standing 3. noun1) (time of lasting: an agreement of long standing.) διάρκεια2) (rank or reputation: a diplomat of high standing.) (κοινωνική κλπ.)θέση,υπόληψη•- stand-by4. adjective((of an airline passenger or ticket) costing or paying less than the usual fare, as the passenger does not book a seat for a particular flight, but waits for the first available seat.) σε κατάσταση αναμονής5. adverb(travelling in this way: It costs a lot less to travel stand-by.) σε κατάσταση αναμονής- stand-in- standing-room
- make someone's hair stand on end
- stand aside
- stand back
- stand by
- stand down
- stand fast/firm
- stand for
- stand in
- stand on one's own two feet
- stand on one's own feet
- stand out
- stand over
- stand up for
- stand up to -
16 upright
1. adjective1) (( also adverb) standing straight up; erect or vertical: He placed the books upright in the bookcase; She stood upright; a row of upright posts.) όρθιος, στητός, ευθυτενής2) ((of a person) just and honest: an upright, honourable man.) τίμιος, αδέκαστος2. noun(an upright post etc supporting a construction: When building the fence, place the uprights two metres apart.) στύλος, ορθοστάτης -
17 стоячий
[σταγιάτσυϊ] εκ. όρθιος -
18 стоячий
[σταγιάτσυϊ] επ όρθιος -
19 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
20 выстоять
-ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.
2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.
2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).
См. также в других словарях:
ὄρθιος — straight up masc nom sg ὄρθιος straight up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρθιώτερον — ὄρθιος straight up adverbial comp ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθιώτατον — ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίως — ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc acc pl (doric) ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθιον — ὄρθιος straight up masc acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg ὄρθιος straight up masc/fem acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίων — ὄρθιος straight up fem gen pl ὄρθιος straight up masc/neut gen pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut gen pl ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθιώτατος — ὄρθιος straight up masc nom superl sg ὄρθιος straight up masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίοις — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίοισι — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)