Перевод: с русского на все языки
ὃ+μὴ+γένοιτο
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. — γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. См. Рубище не дурак, а золото не мудрец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. — γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. См. Богу все возможно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γένοιτο — γίγνομαι come into a new state of being aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένοιθ' — γένοιτο , γίγνομαι come into a new state of being aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένοιτ' — γένοιτο , γίγνομαι come into a new state of being aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Amen — [ˈaːmɛn] oder [aː meːn] (hebräisch אָמֵן āmén, altgriechisch ἀμήν amēn, arabisch آمين, DMG āmīn) ist eine aus dem Alten Testament ins Neue Testament übernommene Akklamationsformel in der Liturgie. Später wurde es auch in den Islam… … Deutsch Wikipedia
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ευκτική — Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια … Dictionary of Greek