-
1 causant
ομιλητικός -
2 разговориться
разговор||и́тьсясов1. (вступить в разговор) πιάνω συζήτηση, ἀνοίγω κουβέντα:они \разговоритьсяи́лись ξεχάστηκαν πιάνοντας κουβέντα·2. (стать разговорчивым) γίνομαι ὁμιλητικός, ἀρχίζω νά μιλῶ. -
3 разговорчивый
разговорчив||ыйприл ὁμιλητικός, πολύλογος. -
4 communicative
[-tiv]adjective ((negative uncommunicative) talkative; sociable: She's not very communicative this morning.) ομιλητικός, κοινωνικός -
5 conversational
1) (informal or colloquial: conversational English.) καθομιλούμενος2) (fond of talking: He's in a conversational mood.) ομιλητικός -
6 разговорчивый
[ραζγκαβόρτσιβυϊ] επ. ομιλητικός -
7 разговорчивый
[ραζγκαβόρτσιβυϊ] επ. ομιλητικός -
8 разговорчивый
[ραζγκαβόρτσιβυϊ] επ ομιλητικός -
9 разговорчивый
[ραζγκαβόρτσιβυϊ] επ ομιλητικός -
10 говорливый
επ., βρ: -лив, -а, -оομιλητικός, στωμύλος. || (για νερό) που φλαισβίζει, φλοισβίζων. -
11 разговорить
ρ.σ.μ.(απλ.) προκαλώ (σιωπηλόν) να μιλήσει, ανοίξει το στο ματάκι. || διασκεδάζω κάποιον με ενδιαφέρουσα κουβέντα, τον κάνω να ξεσκάσει.ανοίγω κουβέντα, πιάνω κουβέντα, μιλώ. || γίνομαι ομιλητικός, εύλαλος, λάλος, στωμύλος. -
12 разговорчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оομιλητικός, εύλαλος, στωμύλος. -
13 речивый
επ., βρ: -чив, -а, -о παλ. ομιλητικός, στωμύλος, εύλαλος. -
14 языкастый
επ., βρ: -каст, -а, -оδηκτικός, τσουχτερός στη γλώσσα. || ομιλητικός, λάλος• φιλόνικος, φίλερης. -
15 talkative
1) ομιλητικός2) φλύαρος -
16 rozmowny
1) ομιλητικός2) φλύαρος
См. также в других словарях:
ὁμιλητικός — affable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῶν — ὁμιλητικός affable fem gen pl ὁμιλητικός affable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικόν — ὁμιλητικός affable masc acc sg ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικαί — ὁμιλητικός affable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοί — ὁμιλητικός affable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοῦ — ὁμιλητικός affable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικούς — ὁμιλητικός affable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῆς — ὁμιλητικός affable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)