Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁμά

  • 1 допускать

    1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος
    * * *
    = допустить
    1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαι

    допуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν

    2) ( предположить) υποθέτω

    допу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι

    ••

    допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος

    Русско-греческий словарь > допускать

  • 2 изрезать

    изрезать
    сов, изрезывать несов
    1. (ш части) κόβω, κόπτω, κατακόβω, ίιανίζω:
    \изрезать материю κατακόβω τό ὑφα-ομα·
    2. (во многих местах) κατακόβω, καταπληγώνω, γεμίζω μέ χαραματιές:
    \изрезать ру́ку καταπληγώνω τό χέρι.

    Русско-новогреческий словарь > изрезать

  • 3 команда

    θ.
    1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•

    давать -у δίνω παράγγελμα•

    слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.

    2. διοίκηση•

    принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.

    3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•

    команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•

    сапёрная команда τμήμα μηχανικού•

    пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•

    спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•

    жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.

    4. το πλήρωμα σκάφους.
    (αθλτ.) ομάδα•

    футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.

    εκφρ.
    как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•
    доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου).

    Большой русско-греческий словарь > команда

См. также в других словарях:

  • ομά — ὁμᾷ (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. ομή …   Dictionary of Greek

  • ὁμᾷ — indeclform (adverb) ὁμός one and the same fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμά — ὁμάς the whole fem voc sg ὁμά̱ , ὁμός one and the same fem nom/voc/acc dual ὁμά̱ , ὁμός one and the same fem nom/voc sg (doric aeolic) ὁμός one and the same neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαγύριος — ὁμᾱγύριος , ὁμήγυρις assembly fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάγυριν — ὁμά̱γυριν , ὁμήγυρις assembly fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί …   Dictionary of Greek

  • Melanoma — Clasificación y recursos externos CIE 10 C43 …   Wikipedia Español

  • Аденома — Для улучшения этой статьи по медицине желательно?: Добавить иллюстрации …   Википедия

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

  • ὁμάς — the whole fem nom sg ὁμά̱ς , ὁμός one and the same fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»