-
1 peer
I [piə] noun1) (a nobleman (in Britain, one from the rank of baron upwards).) ευγενής/μέλος της Βουλής των Λόρδων2) (a person's equal in rank, merit or age: The child was disliked by his peers; ( also adjective) He is more advanced than the rest of his peer group.) συνομίλικος/ομότιμος•- peerage- peeress
- peerless II [piə] verb(to look with difficulty: He peered at the small writing.) κοιτάζω με προσπάθεια/ερευνητικά -
2 peer
1) όμοιος2) ομότιμος3) περιεργάζομαι
См. также в других словарях:
ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… … Dictionary of Greek
ομότιμος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια αξία, ο ισότιμος. 2. τίτλος καθηγητή πανεπιστημίου που συνταξιοδοτήθηκε: Ομότιμος καθηγητής. 3. τίτλος ευγένειας των Άγγλων στο μεσαίωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμότιμος — ὁμότῑμος , ὁμότιμος equally valued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… … Dictionary of Greek
Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… … Dictionary of Greek
ὁμοτίμω — ὁμοτί̱μω , ὁμότιμος equally valued masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὁμοτί̱μω , ὁμότιμος equally valued masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτίμως — ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued adverbial ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμότιμον — ὁμότῑμον , ὁμότιμος equally valued masc/fem acc sg ὁμότῑμον , ὁμότιμος equally valued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
Espíritu Santo — Saltar a navegación, búsqueda Para la isla del mismo nombre, véase Espíritu Santo (isla) … Wikipedia Español
Карпенисиотис, Афанасиос — Афанасиос Карпенисиотис Αθανάσιος Καρπενησιώτης … Википедия