-
1 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
2 испытанный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > испытанный
-
3 макет
(модель) το πρόπλασμα, το πρότυπο, το ομοίωμα, η μακέταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > макет
-
4 манекен
1. (кукла для показа одежды) το ανδρείκελο, το ομοίωμα, разг. η κούκλα 2. (профессия) το μανεκέν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манекен
-
5 муляж
το ομοίωμα (το αντικείμενο σε φυσικό μέγεθος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муляж
-
6 наподобие
наподобиепредлог κατά τό ὁμοίωμα, ὀπως, σάν. -
7 наподобие
[ναπαντόμπιιε] πρόθ. όπως, σαν, κατά το ομοίωμα -
8 наподобие
[ναπαντόμπιιε] πρόθ όπως, σαν, κατά το ομοίωμα -
9 идол
-а α.1. είδωλο.2. παλ. ίνδαλμα.3. υβρ. ομοίωμα, φάντασμα.εκφρ.стоить (ή сидеть) -ом – στέκομαι σαν είδωλο (ακίνητος, απαθής). -
10 фаллос
-а α.(γραπ. λόγος) φαλλός ή ομοίωμα αυτού.
См. также в других словарях:
ὁμοίωμα — likeness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοίωμα — το (ΑΜ ὁμοίωμα) [ομοιώ] κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «ομοίωμα ανθρώπου» (σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες… … Dictionary of Greek
ομοίωμα — το, ατος 1. κατασκεύασμα που μοιάζει ολότελα με το πρότυπο (άγαλμα, εικόνα κτλ.). 2. φρ., «oμοίωμα ανθρώπου», αυτός που έχει τη μορφή ανθρώπου, αλλά που του λείπουν πολλά ανθρώπινα χαρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek
ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… … Dictionary of Greek
ὁμοίωμ' — ὁμοίωμα , ὁμοίωμα likeness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλάδιον — Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και… … Dictionary of Greek
ὁμοιωμάτων — ὁμοίωμα likeness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιώμασι — ὁμοίωμα likeness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιώμασιν — ὁμοίωμα likeness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)