-
1 признание
признание с 1) (чего-л.) η αναγνώριση· получить \признание αναγνωρίζομαι 2) (β чём-л.) η ομολογία* * *с1) (чего-л.) η αναγνώρισηполучи́ть призна́ние — αναγνωρίζομαι
2) (в чём-л.) η ομολογία -
2 признание
-я ουδ.1. αναγνώριση, παραδοχή• ομολογία•признание де-факто, де-юре αναγνώριση ντε φάκτο, ντε γιούρε•
пользоваться всеобщим -ем απόλαβαίνω γενικής αναγνώρίσης(αναγνωρίζομαι απ όλους γενικά)•
по общему -го κατά τη γενική ομολογία•
по собственному -ю καθ ομολογίαν του.
|| εκδήλωση, φανέρωση, εξομολόγηση•признание в лгобви εξομολόγηση αγάπης.
2. απόφανση, κρίση• καθορισμός. -
3 закладная
η υποθήκη, η ομολογία, η εγγύηση* именная - ονομαστική -, - под недвижимость - εγγραφομένη επί ακινήτου περιουσίαςтаможенная - η εγγύηση (προς το τελωνείο για εξασφάλιση της καταβολής των δασμών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладная
-
4 облигация
η ομολογία, το ομόλογοдержатель - и ο ομολογιούχος, ο κάτοχος του ομολόγουгосударственная - κρατική -, το ομόλογο του Δημοσίου-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облигация
-
5 признание
1. (утверждение на право существования, согласие на придание законной силы) η αναγνώριση, η διαπίστωση 2. (слова признающегося в чём-л.) η ομολογία 3. (положительная оценка, известность) η αναγνώριση, η παραδοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признание
-
6 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
7 вырывать
вырывать Iнесов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):\вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.вырывать IIнесов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.вырывать IIIнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω. -
8 заемный
заемн||ыйприл τοῦ δανείου:\заемныйое письмо юр. ἡ ὁμολογία χρέους. заесть сов см. заедать. -
9 облигация
облигацияж ἡ ὁμολογία, τό χρεωγρα-φο[ν]. -
10 показание
показаии||ес1. юр. ἡ κατάθεσις, ἡ μαρτυρία / ἡ Ενορκος ὁμολογία (под присягой):давать \показаниея καταθέτω, κάνω κατάθεση· снимать \показаниея ἀνακαλώ τήν κατάθεση·2. (термометра и т. ἡ.) ἡ ἔνδει· ξις· -
11 признание
признани||ес1. ἡ ἀναγνώριση [-ις]:\признание правительства ἡ ἀναγνώριση τής κυβέρνησης·2. (в чем-л.) ἡ ὁμολογία, ἡ παραδοχή, ἡ ἀναγνώριση:по собственному \признаниею ὅπως ὁμολόγησε ὁ ίδιος· \признание в любви ἡ ἐρωτική ἐξομολόγηση· ◊ получить всеобщее \признание κατακτώ τή γενική ἀναγνώριση. -
12 чистосердечный
чистосердечн||ыйприл εἰλικρινής, ἀνοιχτόκαρδος:\чистосердечныйое признание ἡ εἰλικρινής ὁμολογία. -
13 заёмный
επ.1. του δανείου, δανειακός•-ое письмо ομολογία χρέους, ομόλογο•
заёмный процент επιτόκιο.
2. δανεικός•-ые деньги δανεικά χρήματα.
-
14 исповедание
-я ουδ.1. ομολογία,μαρτυρία, εζαγόρευση, αποκάλυψη. || ερώτηση• εξέταση.2. εξομολόγηση αμαρτιών.3. θρήσκευμα, θρησκεύχίστη. -
15 исповедь
-и θ.1. (εκκλσ.) εξομολόγηση.2. μτφ. αποκάλυψη, φανέρωση, μαρτυρία, ειλικρινής ομολογία. -
16 облигация
-и θ.ομολογία, χρεόγραφο•вы-играшная облигация το λαχείο.
-
17 чистосердечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноειλικρινής, ακραιφνής, εγκάρδιος, γκαρδιακός, καρδιοστάλακτος, ανυστερόβουλος•-ое раскаяние ειλικρινής μετάνοια (μεταμέλεια)•
-ое признание ειλικρινής ομολογία.
См. также в других словарях:
ὁμολογία — ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc/acc dual ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
ὁμολογίᾳ — ὁμολογίαι , ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — η 1. η αποδοχή ενοχής, συμφωνία, συναίνεση, παραδοχή: Κατά γενική ομολογία το έργο ήταν ωραίο. 2. φρ., «ομολογία πίστεως», αποδοχή ορισμένου θρησκευτικού δόγματος. 3. (οικον.), γραφτός πιστωτικός τίτλος, που δείχνει πως ο κάτοχος δάνεισε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαίρετη ομολογία — Βλ. λ. ομολογία … Dictionary of Greek
Αυγουστιαία Ομολογία — (Confessio Augustana). Ομολογία της Λουθηρανικής Εκκλησίας, που συντάχτηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κάρολου Ε’, στο συνέδριο της 8ης Απριλίου 1530 στην πόλη Αυγούστα. Συντάκτης της ήταν ο Μελάγχθων και άλλοι θεολόγοι, σε συνεννόηση με τον… … Dictionary of Greek
ὁμολογίας — ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem acc pl ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαι — ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαν — ὁμολογίᾱν , ὁμολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιᾶν — ὁμολογία agreement fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιῶν — ὁμολογία agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)