Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁδοῦ

  • 1 шпалеры

    -лр πλθ. (ενκ. шпалера -ы θ.).
    1. χαλί τοίχου (χωρίς χνούδι).
    2. ταπετσαρία (χαρτί) του τοίχου.
    3. στηρίγματα αναρριχητικών φυτών αναδεντράδα• κληματαριά.
    4. δεντροστοιχίες εκατέρωθεν της οδού.
    5. παράταξη στρατιωτών εκατέρωθεν της οδού (σε στοίχους ή σε ζυγούς).

    Большой русско-греческий словарь > шпалеры

  • 2 Lose

    v. trans.
    P. and V. πολλύναι, μαρτνειν (gen.) (rare P.), σφάλλεσθαι (gen.). Ar. and P. ποβάλλειν, P. διαμαρτάνειν (gen.), V. ὀλλύναι, ἀμπλακεῖν ( 2nd aor. infin.) (gen.).
    Lose ( by death): P. and V. πολλναι (Eur., Hel. 408). Ar. and P. ποβάλλειν, V. μαρτνειν (gen.), ἀμπλακεῖν ( 2nd aor. infin.) (gen.). σφάλλεσθαι (gen.).
    Lose an opportunity: P. παριέναι καιρόν, ἀφιέναι καιρόν.
    Be deprived of: P. and V. ποστερεῖσθαι (gen.); see Deprive.
    Be driven from: P. and V. ἐκπίπτειν (ἐκ gen.; V. gen. alone). V. ἐκπίτνειν (gen.).
    Lose a battle: P. and V. ἡσσᾶσθαι.
    Lose in addition: Ar. and P. προσαποβάλλειν (Xen.).
    Lose one's case: Ar. and P. δκην ὀφλισκνειν.
    Lose one's senses: P. and V. ἐξίστασθαι; see be mad.
    Lose one's temper: P. and V. ὀργῇ ἐκφέρεσθαι.
    Lose one's way: P. and V. πλανᾶσθαι, P. διαμαρτάνειν τῆς ὁδοῦ, Ar. τῆς ὁδοῦ μαρτνειν.
    Lose sight of land: P. ἀποκρύπτειν γῆν (Plat.).
    Suffer loss: P. ἐλασσοῦσθαι, P. and V. ζημιοῦσθαι.
    The losing side: P. and V. οἱ ἥσσονες, V. οἱ λελειμμένοι.
    Be lost, disappear: P. and V. φανίζεσθαι, φανὴς γίγνεσθαι.
    Be ruined: P. and V. σφάλλεσθαι, πολωλέναι (Eur., Phoen. 922) (perf. of ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (Plat.) (perf. of ἐξολλύναι), V. ὀλωλέναι (perf. of ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. of διαπορθεῖν), ἔρρειν (rare P.); see be undone (Undone).
    They thought that all was lost: P. τοῖς ὅλοις ἡσσᾶσθαι ἐνόμιζον (Dem. 127).
    All was lost: P. and V. παντʼ πώλετο.
    Why are you lost in thought: V. τί... ἐς φροντίδας ἀπῆλθες (Eur., Ion, 583).
    Give oneself up for lost: P. προΐεσθαι ἑαυτόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lose

  • 3 Miss

    v. trans.
    Fail in attaining: P. and V. σφάλλεσθαι (gen.), ποσφάλλεσθαι (gen.), μαρτνειν (gen.), P. διαμαρτνειν (gen.), V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.) (gen.).
    Miss, not to meet: P. and V. μαρτνειν (gen.), P. διαμαρτάνειν (gen.).
    Fail in hitting: P. and V. μαρτνειν (gen.), P. διαμαρτνειν (gen.), ἀποτυγχάνειν (gen.), V. ἀμπλακεῖν (gen.) ( 2nd aor.).
    Miss one's opportunities: P. ἀπολείπεσθαι τῶν καιρῶν; see let slip.
    Miss one's way: P. διαμαρτάνειν τῆς ὁδοῦ (Thuc. 1, 106), or use P. and V. πλανᾶσθαι (absol.).
    Have we entirely missed the way? Ar. τῆς ὁδοῦ τὸ παράπαν ἡμαρτήκαμεν; (Pl. 961).
    Feel the loss of: P. and V. ποθεῖν (rare P.).
    A man when he dies is missed from the house, the loss of women is but slight: V. ἀνὴρ μὲν ἐκ δόμων θανὼν ποθεινὸς, τὰ δὲ γυναικῶν ἀσθενῆ (Eur., I.T. 1005).
    Miss being killed: P. ἐκφεύγειν τὸ ἀποθανεῖν; see Escape.
    I just missed being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν (Isoc. 388E).
    Miss, not to hit: P. and V. μαρτνειν, P. ἀποτυγχάνειν; see Fail.
    Miss out: see Omit.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miss

  • 4 выпуклость

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуклость

  • 5 кювет

    η τάφρος (στην πλευρά του δρόμου), τα χαντάκια της αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кювет

  • 6 прокладка

    1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμα
    водонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -
    резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -
    2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξη
    - дороги η κατασκευή/χάραξη του δρόμου/της οδού
    рельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών
    4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξη
    - курса - της πορείας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка

  • 7 шпалеры

    мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры

  • 8 ответвление

    ответв||ление
    с
    1. (отросток, ветвь) τό κλαδί, ὁ κλάδος, ὁ κλώνος, τό κλωνί, τό κλωνάρι, τό κλαρί·
    2. (дороги и т. ἡ.) ἡ διακλάδωση (όδοῦ)·
    3. перен τό παρακλάδι:
    \ответвлениеление ао́рты анат. ὁ κλάδος τής ἀορτής, -литься несов διακλαδίζομαι, διακλαδώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > ответвление

  • 9 cobble

    I ['kobl] noun
    (a rounded stone formerly used in paving streets.) πέτρα επόστρωσης οδού, πχ. σε καλντερίμι
    II ['kobl] verb
    1) (to mend (shoes).) μπαλώνω (παπούτσια)
    2) (to make or repair badly or roughly.) σκαρώνω εκ των ενόντων

    English-Greek dictionary > cobble

  • 10 дорожный

    επ.
    1. οδικός•

    -ое строительство οδοποιία.

    2. ταξιδιωτικός•

    -ые впечатления ταξιδιωτικές εντυπώσεις•

    -ая пыль σκόνη του δρόμου•

    -ые вещи ταξιδιωτικές αποσκευές•

    -ые расходы έξοδα ταξιδιού.

    || οδοιπορικός•

    дорожный костюм οδοιπορικό κοστούμι.

    3. ουσ. παλ. οδοιπόρος.
    εκφρ.
    дорожный мастер – επόπτης οδού.

    Большой русско-греческий словарь > дорожный

  • 11 кювет

    α.
    χάντακες αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού.

    Большой русско-греческий словарь > кювет

  • 12 маршрутный

    επ.
    δρομολογιακός, του δρομολογίου•

    маршрутный указатель δείκτης δρομολογίου.

    εκφρ.
    маршрутный поезд – εμπορικό τραίνο εξπρές•
    - ая съёмка – τοπογράφηση εκατέρωθεν της οδού.

    Большой русско-греческий словарь > маршрутный

  • 13 околоток

    -тка α.
    1. παλ. τα πέριξ, τα περίχωρα.
    2. παλ. αστυνομικό τμήμα.
    3. παλ. αναρρωτήριο στρατιωτικό.
    4. τμήμα σιδηροδρομικής οδού ή απόστασης.

    Большой русско-греческий словарь > околоток

  • 14 пассаж

    α.
    1. στοά οδού, πάροδος, γαλαρία.
    2. αιφνίδια μετάπτωση, μεταλλαγή.
    3. παλ. χωρίο (μέρος) κειμένου, ομιλίας κ.τ.τ.
    (μουσ.) χωρίο, μέρος.
    4. μετάβαση, πέρασμα.

    Большой русско-греческий словарь > пассаж

  • 15 переименование

    ουδ.
    μετονομασία•

    улицы μετονομασία της οδού.

    Большой русско-греческий словарь > переименование

  • 16 поворот

    α.
    1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•

    поворот винта στρίψιμο της βίδας.

    2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.
    3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•

    коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•

    поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•

    обратный поворот μεταστροφή.

    εκφρ.
    от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > поворот

  • 17 подорожный

    επ.
    πλησίον της οδού, παρόδιος•

    подорожный столб παρόδιος στύλος.

    || παλ. οδικός. || (διαλκ.) οδοιπορικός•

    подорожный мешок οδοιπορικός σάκκος.

    Большой русско-греческий словарь > подорожный

  • 18 последний

    -яя, -ее
    επ.
    1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•

    последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•

    последний параграф τελευταία παράγραφος•

    самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.

    || επιθανάτιος•

    последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•

    -яя воля η επιθανάτια επιθυμία•

    последний вздох ξεψύχισμα.

    || ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•

    отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.

    2. νεότατος•

    -яя мода τελευταία μόδα•

    -ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.

    3. τελειωτικός.
    4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.
    εκφρ.
    - ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•
    до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > последний

  • 19 пробивка

    θ.
    1. άνοιγμα οπής, διατρύπηση, διάτρηση, τρύπημα.
    2. διάνοιξη (οδού, διόδου κ.τ.τ.).
    3. βλ. конопатка.
    4. πίσσα ή στουπί για πάκτωση.

    Большой русско-греческий словарь > пробивка

  • 20 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

См. также в других словарях:

  • ὀδοῦ — οὐδός 1 threshold masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοῦ — ὁδάω export and sell pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ὁδός 1 way masc gen sg ὁδός 2 way fem gen sg ὁδόω lead by the right way pres imperat mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδου — ὁδόω lead by the right way pres imperat act 2nd sg ὁδόω lead by the right way imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄνου χρείαν τραχύτης ὄδοῦ, καὶ φίλον εὔνουν αἱ συμφοραὶ διακρίνουσιν. — См. Только в беде друга узнаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»