-
1 Homer
Ὅμηρος, ὁ.Of Homer, adj.: Ὁμήρειος, Ὁμηρικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Homer
-
2 homeros
'Ομηρος -
3 rehine
όμηρος -
4 otage
όμηρος -
5 rukojmí
όμηρος -
6 hostage
όμηρος -
7 zakładnik
όμηρος -
8 заложник
заложникм ὁ ὀμηρος. -
9 hostage
['hosti‹](a person who is held prisoner in order to ensure that the captor's demands etc will be carried out: The terrorists took three people with them as hostages; They took / were holding three people hostage.) όμηρος- take- hold someone hostage
- hold hostage -
10 заложник
[ζαλόζνικ] ουσ. α. όμηρος -
11 заложник
[ζαλόζνικ] ουσ α όμηρος -
12 аманат
-а α.σιαλ.όμηρος. -
13 заложник
-а α.-ца, -ы θ.όμηρος. -
14 Hostage
subs.P. and V. ὅμηρος, ὁ or ἡ (Eur., Or. 1189), V. ῥύσιον, τό.Be a hostage, v.: P. ὁμηρεύειν.Take as a hostage, v.: V. ὁμηρεύειν (acc.) (Eur., Rhes. 434), ῥυσιάζειν (acc.).Not to be seized as hostage, adj.: V. ἀρρυσίαστος.They wished any prisoner they took to serve as a hostage for their friends within: P. ἐβούλοντο σφίσιν εἴ τινα λάβοιεν ὑπάρχειν ἀντὶ τῶν ἔνδον (Thuc., 11, 5).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hostage
-
15 Pledge
v. trans.Deposit as security: P. ὑποτιθέναι, Ar. ἐνέχυρον τιθέναι.Pledge oneself, give security: Ar. and P. ἐγγυᾶσθαι, P. and V. πίστιν διδόναι, πιστὰ διδόναι, V. πιστοῦσθαι.Drink a health to: P. προπίνειν (dat.) (Xen.) (also absol., Ar., Thesm. 631).He pledged him in the loving cup: P. φιλοτησίας προὔπινε (Dem. 380).Pledging many a bumper: V. πυκνὴν ἄμυστιν... δεξιούμενοι (Eur., Rhes. 419).——————subs.Bail, security: P. and V. ἐγγύη, ἡ.Something mortgaged: Ar. and P. ἐνέχυρον, τό, σύμβολον, τό, P. ὑποθήκη, ἡ.Hostage: P. and V. ὅμηρος, ὁ or ἡ (Eur., Or. 1189), V. ῥύσιον, τό.Seize as a pledge: V. ῥυσιάζειν.Promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.Pledge ratified by giving the right hand: P. and V. δεξιά, ἡ (Xen.), V. δεξίωμα, τό.Give me your hand as pledge: V. ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν (Soph., Phil. 813).Giving the right hand as pledge: V. προσθεὶς χεῖρα δεξιάν (Soph., Phil. 942).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pledge
См. также в других словарях:
Ὅμηρος — Homer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμηρος — pledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
όμηρος — ο 1. πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση κάποιας συμφωνίας ή υπόσχεσης. 2. αιχμάλωτος: ΟιΤούρκοι έχουν πολλούς Κύπριους ομήρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπεκές, Όμηρος — (Κωνσταντινούπολη 1886 – Αθήνα 1971). Ποιητής. Από το 1908 έως το 1957 υπήρξε καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και της γαλλικής γλώσσας σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Καβάλας, αργότερα της Κωνσταντινούπολης και τέλος της Αθήνας. Ήταν ο… … Dictionary of Greek
ὁμήροις — ὅμηρος pledge masc dat pl ὅμηρος pledge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμήρω — Ὅμηρος Homer masc nom/voc/acc dual Ὅμηρος Homer masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρω — ὅμηρος pledge masc nom/voc/acc dual ὅμηρος pledge masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гомер древнегреческий поэт — (Όμηρος). Третье тысячелетие доживает имя Г.; любознательность и остроумие продолжают неустанно работать над решением множества соединенных с ним вопросов и все же многовековая загадка ждет своего Эдипа. Именем Г. открывается история литературы… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона