-
1 таков
таков(такова, таково́, мн. таковы) мест. τέτοιος, τοιοῦτος:я не \таков ἐγώ δέν εἶμαι ἀπ' αὐτούς· \таковό наше мнение αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μας· все они \таковώ τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους· \таковώ факты ἔτσι ἔχουν τά γεγονότα· ◊ и был \таков разг ἀπό δῶ πδν κι οἱ ἀλλοι. -
2 таковой
таков||оймест· уст., канц. τοιοῦτος, τέτοιος:как \таковой αὐτός καθ' ἐαυτός· если \таковойые имеются ἐάν ὑπάρχουν τέτοιοι (τέτοιες, τέτοια). -
3 такой
так||ой(такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε. -
4 Character
subs.Mood: P. and V. ὀργή, ἡ.Force of character: P. φύσεως ἰσχύς, ἡ (Thuc. 1, 138).Form: P. and V. τύπος, ὁ.Kind, description: P. and V. γένος, τό.Character in a play: P. σχῆμα, τό.Reputation: P. and V. δόξα, ἡ; see Reputation.They have become men of repute and public characters: P. γεγόνασιν... ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι (Dem. 106).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Character
-
5 Help
subs.P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, ἀλέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ἄρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό.By the help of: P. and V. διά (acc.).Help against: P. and V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.).Concretely of a person: use helper.——————v. trans.P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ἀρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.).Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).Work with: P. and V. συλλαμβάνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P. προφέρειν εἰς (acc.).Help to, contribute towards ( a result): P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.).Help to: in compounds, use συν; e.g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P. συνεισβάλλειν.How could a person of such a character help being like his peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις; (Plat., Rep. 349D).How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also Ar., Lys. 884).How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo, 78B).Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P. ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33).In same construction, use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι.Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Help
-
6 Kind
subs.P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Manner: P. and V. τρόπος, ὸ, V. ῥυθμός, ὁ.In logical sense: P. γένος, τό.Of other kinds: P. ἀλλοῖος.——————adj.P. and V. πρᾶος, ἤπιος, φιλάνθρωπος, ἥμερος, ἐπιεικής, προσφιλής, V. πρευμενής, Ar. and V. μαλθακός; see Gentle.Considerate: P. εὐγνώμων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kind
-
7 Nature
subs.P. and V. φύσις, ἡ.Created things: P. γένεσις, ἡ (Plat.).The world: P. κόσμος, ὁ.Disposition: P. and V. τρόπος, ὁ, ἦθος, τό, φύσις, ἡ.Kind, class: P. and V. γένος, ὁ.Of such a nature, adj.: P. and V. τοιοῦτος, τοιόσδε.By nature: P. and V. φύσει.Being ill-starred by nature: V. συγγενῶς δύστηνος ὤν (Eur., H.F. 1293).It isn't human nature that I should have neglected all my own affairs: P. οὐ γὰρ ἀνθρωπίνῳ ἔοικε τὸ ἐμὲ τῶν μὲν ἐμαυτοῦ ἁπάντων ἡμεληκέναι (Plat., Ap. 31B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nature
-
8 Sort
subs.P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ.Manner: P. and V. τρόπος, ὁ, V. ῥυθμός, ὁ.Of another sort: P. ἀλλοῖος.What sort of man do you think your father was: P. ποῖόν τινʼ ἡγεῖ τὸν πατέρα τὸν σεαυτοῦ εἶναι (Dem. 954).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sort
-
9 Such
adj.Of such a kind: P. τοιουτότροπος.So large: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, V. τόσος (rare P.), P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Such
См. также в других словарях:
τοιοῦτος — such as this masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοιούτοιν — τοιοῦτος such as this masc gen/dat dual τοιοῦτος such as this neut dat dual τοιοῦτος such as this neut gen dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτω — τοιοῦτος such as this masc nom/voc/acc dual τοιοῦτος such as this masc gen sg (doric aeolic) τοιοῦτος such as this neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτοις — τοιοῦτος such as this masc dat pl τοιοῦτος such as this neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτοισι — τοιοῦτος such as this masc dat pl (epic ionic aeolic) τοιοῦτος such as this neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτοισιν — τοιοῦτος such as this masc dat pl (epic ionic aeolic) τοιοῦτος such as this neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτου — τοιοῦτος such as this masc gen sg τοιοῦτος such as this neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτων — τοιοῦτος such as this masc gen pl τοιοῦτος such as this neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιούτῳ — τοιοῦτος such as this masc dat sg τοιοῦτος such as this neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)