-
1 поныне
επίρ. παλ. ως (μέχρι) τώρα, μέχρι του νυν, (προέρχεται• από ελληνικό νυν). -
2 ныне
ныненареч τώρα, νῦν. -
3 теперь
теперьнареч τώρα, νῦν:\теперь уже поздно τώρα εἶναι ἀργά πια. -
4 ныне
επίρ.1. παλ. νυν, τώρα.2. παλ. σήμερα. -
5 присно
επίρ. παλ. αεί, πάντα, Πάντοτε•присно ныне и присно νυν και αεί, τώρα και πάντοτε.
См. также в других словарях:
νυν δη — νῡν δή (Α) (ισχυρότερος τ. τού νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως 4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» άλλοτε μεν... άλλοτε δε … Dictionary of Greek
νύν — νυν , νῦν now enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυν — νῦν now enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῦν — now enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek
και νυν — καὶ νῡν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νυ — νῦν now enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῦ — νῦν now enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· … Deutsch Wikipedia