Перевод: с немецкого на все языки
ὀσμήν
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ὀσμήν — ὀσμή smell fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благооуханиѥ — БЛАГООУХАНИ|Ѥ (66), ˫А с. 1.Приятный запах, аромат, благоухание: риношениѥ правьдьнааго мастить олътарѩ. ||= блгооухан˫а ѥго пѣдъ вьнимь. (ἡ εὐωδία) Изб 1076, 143 143 об.; и бл҃гооуханиѥ исхожаше отъ цр҃кве. ЖФП XII, 46г; испълнис˫а цр҃кы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благооуханьныи — (16) пр. Распространяющий аромат, ароматный: миромь помазающесѩ. рекше бл҃гооуханьнымi вонѩми. КР 1284, 168а; зели˫а бл҃гооуханьна. (περίοσμα) ПНЧ 1296, 83; бл҃го||оуханьноѥ кадило. СбЯр XIII, 70 об. 71; плоди бл҃гооуханьни соуть и ароматъѡбразни … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GRAVIS — proprie dicitur res, quae tactum contundit et premit, Graece βαρὺ: sicut acutum seu ὁξὺ dicitur, quod eum pungit ac stimulat. Hinc vox translata, ad odores, in quibus grave dicitur, non tam quod fetet, quam quod fortiter ac vehementer olet, cui… … Hofmann J. Lexicon universale
OPSIANUS Lapis — Graecis Ο῾ψιανὸς, apud Auctorem Peripli, Α῞μμος ἐςτὶ πολλὴ κεχυμένη, καθ᾿ ἧς εν βάθει κεχωσμένος ἑυρίσκεται ὁ ὀψςανὸς λίθος, εν ἐκείνῃ μόῃ τοπικᾶς γενόμενος, Subulum est multum congestum, in quo profunde obrutus reperitur. Opsianus lapis, in illa … Hofmann J. Lexicon universale
ζυμίζω — (Α) [ζύμη] μοιάζω με ζύμη, με προζύμι («ζυμίζουσα τὴν ὀσμήν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ … Dictionary of Greek
κρεώδης — κρεώδης, ῶδες (Α) 1. όμοιος με κρέας ή γεμάτος με κρέας, σαρκώδης («καὶ τὴν ὀσμὴν ἔχειν κρεώδη», Θεόφρ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος («ὀφθαλμοὶ κρεώδεις ἐκ πολλῶν δακρύων», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κροκίζω — (Α) [κρόκος] μοιάζω με το φυτό κρόκος («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μάχηνδε — (Α) επίρρ. στη μάχη («πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χρο[ὸς ᾔεσαν ὀσμήν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχην (αιτ. τού μάχη) + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πεδίον δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
ολοκαύτωση — η (ΑΜ ὁλοκαύτωσις) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. πλήρης καύση, αποτέφρωση, απανθράκωση 2. ολοσχερής καταστροφή, ιδίως ανθρώπων, για υψηλά ιδανικά μσν. αρχ. η προσφορά θύματος το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στον βωμό («καὶ ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek