Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ὀρθὰ

  • 1 ορθά

    [орта] επίρ. прямо, правильно.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορθά

  • 2 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 3 прямо

    επίρ.
    ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•

    идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•

    я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•

    он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.

    || ορθά, ευθυτενώς•

    стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).

    || ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•

    отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.

    || (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•

    он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.

    || εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•

    прямо противоположный εντελώς αντίθετος.

    εκφρ.
    прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•
    прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες!

    Большой русско-греческий словарь > прямо

  • 4 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 5 здраво

    здраво
    нареч σωστά, ὀρθά, λογικά:
    \здраво· рассуждать σκέπτομαι λογικά.

    Русско-новогреческий словарь > здраво

  • 6 напрямик

    напрямик
    нареч разг
    1. κατ' εὐθείαν, ἰσια:
    идти \напрямик» πηγαίνω κατ' εὐθείαν
    2. перен στά ἰσια, ὁρθά κοφτά, καθαρά καί ξάστερα / χωρίς περιστροφές (без обиняков)/ ἀνοιχτά (откровенно):
    говорить \напрямик μιλῶ ἀνοιχτά.

    Русско-новогреческий словарь > напрямик

  • 7 ребро

    ребро
    с
    1. анат. τό πλευρό, ἡ πλευρά, τό παγίδι·
    2. (край) ἡ πλευρά, τό πλευρό·
    3. мат ἡ ἀκμή· ◊ поставить вопрос \ребром βάζω τό ζήτημα ὁρθά κοφτά, βάζω τό ζήτημα ἐπιτακτικά.

    Русско-новогреческий словарь > ребро

  • 8 рубить

    рубить
    несов κόβω, κόπτω/ ὑλοτομώ (лес):
    \рубить капусту κόβω (или κόπτω) τά λάχανα· \рубить мясо λιανίζω τό κρέας, κάνω τό κρέας κιμᾶ· ◊ лес рубят \рубить щепки летят погов. οταν κόβουν τό δάσος πετιούνται καί πελεκούδια· \рубить с плеча τά λέγω ὁρθά κοφτά.

    Русско-новогреческий словарь > рубить

  • 9 ясно

    ясно
    1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:
    \ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·
    2. предик безл (понятно):
    \ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·
    3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·
    4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια

    Русско-новогреческий словарь > ясно

  • 10 верх

    -а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. κορυφή•

    -и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•

    -и деревьев οι κορυφές των δέντρων•

    забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    2. επιστέγασμα οχήματος•

    поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.

    3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).
    4. ο άνω ρους του ποταμού.
    5. πλθ.μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•

    совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.

    6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•

    верх совершенства παραπάνω από τέλειο.

    7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.
    8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•

    одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.

    9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•

    усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.

    εκφρ.
    брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•
    быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•
    под верх – για ιππασία, της καβάλας•
    лошадь под верх – άλογο της καβάλας.

    Большой русско-греческий словарь > верх

  • 11 двусторонний

    κ. двухсторонний, επ. δίπλευρος, διπλός•

    -ее воспаление легких η διπλή πνευμονία•

    -ее уличное движение διπλή οδική κίνηση.

    || δίφατσος, από τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς•

    -ее сукно δίφατση τσόχα.

    || διμερής•

    -ее соглашение διμερής συμφωνία.

    Большой русско-греческий словарь > двусторонний

  • 12 дыбом

    επίρ.
    ανορθωμένα, ορθά, (ανα)σηκωτά.

    Большой русско-греческий словарь > дыбом

  • 13 лицевой

    επ.
    προσωπικός, του προσώπου•

    лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•

    -ые мышцы μυώνες προσώπου.

    || μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•

    -ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•

    -ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•

    -ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.

    || μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.
    εκφρ.
    лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός.

    Большой русско-греческий словарь > лицевой

  • 14 недаром

    επίρ.
    όχι άδικα; δίκαια, σωστά, ορθά. || όχι χωρίς λόγο ή αιτία. || όχι άσκοπα, όχι απλώς.

    Большой русско-греческий словарь > недаром

  • 15 правильно

    επίρ.
    1. σωστά, ορθά κλπ. επ.
    2. ως κατηγ, είναι σωστό, ορθό.

    Большой русско-греческий словарь > правильно

  • 16 ребро

    -а, πλθ. рбра, рбер, рбрам α.
    1. πλευρό, παίδι•

    так похудел, что рбра видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά.

    2. άκρη, η πλευρά•

    ребро доски η πλευρά της σανίδας•

    ребро монеты η στεφάνη (γύρος)του κέρματος.

    3. ακμή•

    ребро двухгранного угла η ακμή της δίεδρης γωνίας•

    ребро пирамиды η ακμή της πυραμίδας.

    εκφρ.
    поставить вопрос -ом – βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά.

    Большой русско-греческий словарь > ребро

  • 17 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 18 рубить

    рублю, рубишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рубленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    рубить ветви κόβω κλαδιά•

    рубить мясо κόβω κρέας•

    рубить дрова κόβω καυσόξυλα•

    рубить голову αποκεφαλίζω•

    рубить лес υλοτομώ.

    2. μτφ. μιλώ απερίφραστα, ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα.
    3. φτιάχνω (με κομμένη ξυλεία)•

    рубить избу φτιάχνω ίζμπα.

    1. κόβομαι.
    2. μιλώ απερίφραστα.
    3. οικοδομούμαι με ξυλεία.
    4. λογχομαχώ, διασπαθίζομαι, χτυπιέμαι με κοφτερά όργανα.

    Большой русско-греческий словарь > рубить

  • 19 справедливо

    επίρ. δίκαια, σωστά, ορθά.

    Большой русско-греческий словарь > справедливо

  • 20 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

См. также в других словарях:

  • ὀρθά — ὀρθός straight neut nom/voc/acc pl ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc dual ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθά — επίρρ. βλ. ὀρθός …   Dictionary of Greek

  • ὀρθᾷ — ὀρθός straight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάν — ὀρθά̱ν , ὀρθός straight fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάς — ὀρθά̱ς , ὀρθός straight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθάων — Ὀρθά̱ων , Ὄρθη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθάων — ὀρθά̱ων , ὀρθός straight masc/fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • ορθοεπής — ές (Μ ὀρθοεπής, ές) αυτός που τηρεί και εφαρμόζει ορθά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στην προφορική και γραπτή έκφρασή του, που διατυπώνει ορθά τις σκέψεις του νεοελλ. εκφρασμένος με σωστό τρόπο («ορθοεπής λόγος»). επίρρ... ορθοεπώς… …   Dictionary of Greek

  • σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»