-
1 вставание
-я ουδ.σήκωμα από τη θέση, έγερση• όρθια στάση•почтить память -ем τιμώ τη μνήμη με όρθια στάση.
-
2 солдатик
-а α.1. στρατιωτάκι, φανταράκι.2. επίρ. -ом όρθια, σε όρθια στάση. -
3 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
4 киль
1. мор. η τρόπιδα, η καρίνα 2. (летательного аппарата) το κατακόρυφο σταθερό (ζυγοσταθμιστής) του αεροσκάφουςη όρθια τρόπιδα του αεροπλάνου3. астр. о αστερισμός της Τρόπιδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киль
-
5 простаивать
1. (находиться какое-л. время в положении стоя) στέκομαι όρθια 2. (быть где-л. какое-л. время) μένω, παραμένω 3. (быть какое-л. время в бездействии, не функционируя) αδρανώ 4. (оставаться без изменения в течение какого-л. времени) παραμένω ακίνητος/αδρανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простаивать
-
6 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
7 ёрш
-
8 киль
-я α.1. τρόπιδα, καρίνα σκάφους.2. τρόπιδα όρθια αεροπλάνου.3. στέρνο, στηθο-κόκκαλο πτηνών. -
9 насторожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настороженный, βρ: -жен, -а, -о κ. настороженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. καθιστώ επιφυλακτικόν, προσεκτικόν.2. (κυνηγ.) στήνω•насторожить капкан στήνω την παγίδα.
|| στρέφω, γυρίζω, σκοπεύω•насторожить ружь στρέφω το όπλο.
εκφρ.насторожить уши – αφουγκράζομαι, ακουρ-μαίνομαι, τεντώνω τ αυτιά, στήνω τ αυτί• (για ζώα) αλαφιάζομαι, στήνω όρθια ταυτιά.γίνομαι προσεκτικός.,επιφυλακτικός• διαβλέπω κίνδυνο, ανησυχώ, φοβούμαι• αλαφιάζομαι. -
10 прямо
επίρ.ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•
я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•
он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.
|| ορθά, ευθυτενώς•стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).
|| ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.
|| (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.
|| εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•прямо противоположный εντελώς αντίθετος.
εκφρ.прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες! -
11 стоймя
επίρ. όρθια• στέκοντας. -
12 стояние
-я ουδ.1. στάσιμο, όρθια στάση• στήριξη.2. στάθμευση, κατάλυση, στρατοπέδευση.3. υπεράσπιση• άμυνα.4. στάσιμο, ακινησία, σταμάτημα.5. ύπαρξη, υπόσταση. -
13 стоячий
-ая, -ееεπ.1. ορθός, όρθιος, ορθωμένος•стоячий воротник ορθός γιακάς•
в -ем положении σε όρθια στάση.
2. στάσιμος, στεκούμενος, λιμνάζων. || ακίνητος•стоячий воздух ακίνητος αέρας, άπνοια.
-
14 торчком
επίρ.όρθια. || ανασηκωτά.
См. также в других словарях:
Ὀρθία — Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc/acc dual Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθία — ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc/acc dual ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱ , ὀρθιάω pres imperat act 2nd sg ὀρθίᾱ , ὀρθιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίᾳ — ὀρθίᾱͅ , ὄρθιος straight up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθίᾳ — Ὀρθίαι , Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek
όρθια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek
ὄρθια — ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθιάσας — ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem acc pl (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem gen sg (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάζω speak in a high tone fut part act fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθίας — Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem acc pl Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθίαι — Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίαν — ὀρθίᾱν , ὄρθιος straight up fem acc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)