Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ὀνείδει

  • 1 Cover

    v. trans.
    P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν, πυκάζειν; see also Encompass.
    Cover all round: P. περιαμπέχειν (also Ar. in form περιαμπίσχειν).
    Cover over: P. and V. περικαλύπτειν, προκαλύπτεσθαι, V. καταμπίσχειν, κατασκιάζειν (Plat. also but rare P.).
    Cover ( so as to protect): P. σκεπάζειν (Xen.); see Shelter.
    Cover a distance: P. and V. ντειν, P. τελεῖν (Thuc. 2, 97), V. καταντειν.
    More quickly than a racer ever covered two laps: V. θᾶσσον... ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἵππιος διήνυσε (Eur., El. 824).
    Cover with reproaches: P. ὀνείδει περιβάλλειν (Dem. 604).
    Cover with disgrace: P. αἰσχύνην περιάπτειν (dat.) (cf. Ar., Plut. 590).
    Include: P. περιέχειν, περιλαμβάνειν, P. and V. συλλαμβνειν.
    Be enough for: P. and V. κανός εἶναι (dat.).
    ——————
    subs.
    Lid: Ar. ἐπθημα, τό.
    Case: Ar. and P. ἔλυτρον, τό (Plat.), P. and V. περβολος, ὁ; see Covering.
    Cover for arms: Ar. and V. σάγμα, τό, or pl.
    Shelter: P. σκέπη, ἡ.
    Protection, shield: P. and V. πρόβλημα, τό.
    Under cover, adj.: V. πόστεγος.
    Through a covered pipe: use adv., P. στεγανῶς (Thuc. 4, 100).
    In a place of safety: P. and V. ἐν ἀσφαλείᾳ.
    Under cover ( pretence) of: P. ἐπὶ προφάσει (gen.).
    Receive indemnity under cover of his profession: P. τῷ τῆς τέχνης προσχήματι τυγχάνειν ἀδείας (Dem. 58).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cover

См. также в других словарях:

  • ὀνείδει — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνείδεϊ , ὄνειδος reproach neut dat sg (epic ionic) ὄνειδος reproach neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»