-
1 Cover
v. trans.P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν, πυκάζειν; see also Encompass.Cover all round: P. περιαμπέχειν (also Ar. in form περιαμπίσχειν).Cover over: P. and V. περικαλύπτειν, προκαλύπτεσθαι, V. καταμπίσχειν, κατασκιάζειν (Plat. also but rare P.).More quickly than a racer ever covered two laps: V. θᾶσσον... ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἵππιος διήνυσε (Eur., El. 824).Cover with reproaches: P. ὀνείδει περιβάλλειν (Dem. 604).Cover with disgrace: P. αἰσχύνην περιάπτειν (dat.) (cf. Ar., Plut. 590).Include: P. περιέχειν, περιλαμβάνειν, P. and V. συλλαμβάνειν.Be enough for: P. and V. ἱκανός εἶναι (dat.).——————subs.Lid: Ar. ἐπίθημα, τό.Cover for arms: Ar. and V. σάγμα, τό, or pl.Shelter: P. σκέπη, ἡ.Protection, shield: P. and V. πρόβλημα, τό.Under cover, adj.: V. ὑπόστεγος.Through a covered pipe: use adv., P. στεγανῶς (Thuc. 4, 100).In a place of safety: P. and V. ἐν ἀσφαλείᾳ.Under cover ( pretence) of: P. ἐπὶ προφάσει (gen.).Receive indemnity under cover of his profession: P. τῷ τῆς τέχνης προσχήματι τυγχάνειν ἀδείας (Dem. 58).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cover
См. также в других словарях:
ὀνείδει — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνείδεϊ , ὄνειδος reproach neut dat sg (epic ionic) ὄνειδος reproach neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek