Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ὀλόεις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ολόεις — ὀλόεις, εσσα, εν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε εις] … Dictionary of Greek
ὀλόεντα — ὀλόεις neut nom/voc/acc pl ὀλόεις masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοός destructive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)