-
1 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
2 разводка
1. (инструмент) το εργαλείο κανονισμού των οδόντωνο ρυθμιστής οδόντων του πριονιού2. (разъединение) η αποσύνδεση 3. (кабеля) η καλωδίωση (προς τους καταναλωτές) 4. (трубопроводов) η διακλάδωση, η σύνδεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разводка
-
3 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
4 микрометр
I.(инструмент) το μικρόμετροII.(дольная единица длины, мкм) το μικρόμετρο (μήκους ΙΟ"6 μ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрометр
-
5 нормалемер
маш. το μικρόμετρο της μέτρησης των οδόντων (του τροχού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормалемер
-
6 развод
1. (разведение частей чего-л. в разные стороны) το σήκωμα 2. (пилы) о κανονισμός/η ρύθμιση των οδόντων (του πριονιού) 3. эл. η αποσύνδεση 4. (расторжение брака) το διαζύγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развод
-
7 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
8 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.
См. также в других словарях:
ὀδόντων — ὀδούς tooth masc gen pl ὀδούς tooth masc gen pl ὀδών tooth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Heulen und Zähneklappern — (nach Luther[1]) bzw. Heulen und Zähneknirschen (Einheitsübersetzung und Schlachter), griechisch ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ist eine formelhafte Wendung, die zwei der neutestamentlichen Evangelisten Jesus zuschreiben. Sie begegnet… … Deutsch Wikipedia
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… … Hofmann J. Lexicon universale