Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
ὀδοντομάχαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ὀδοντομάχαι — ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc nom/voc pl ὀδοντομάχᾱͅ , ὀδοντομάχης fighting with the tusks masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοντομάχης — ὀδοντομάχης, ὁ (Μ) αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο μάχης, κεραννο μάχης] … Dictionary of Greek