Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἵξω

  • 1 доводить

    доводить
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·
    2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:
    \доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·
    3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:
    \доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·
    4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:
    \доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > доводить

См. также в других словарях:

  • ιξώ — ἰξῶ, όω (ΑΜ) [ιξός] 1. αλείφω με ιξό 2. παθ. ἰξοῡμαι, όομαι συλλαμβάνομαι από ιξό …   Dictionary of Greek

  • ἰξῷ — ἰξός oak mistletoe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵξω — ἵκω come aor subj act 1st sg ἵ̱ξω , ἵκω come fut ind act 1st sg ἵ̱ξω , ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (doric) ἵζω si sd o aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξῶι — ἰξῷ , ἰξός oak mistletoe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίξω — ἀ̱ίξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg ἀίσσω shoot fut ind act 1st sg ἀ̱ΐξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀΐξω , ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg (epic ionic) ἀΐξω , ἀίσσω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξούμαι — ἰξοῡμαι, όομαι (Α) [ιξός] βλ. ιξώ …   Dictionary of Greek

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»