Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
ἴσχῡσα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἴσχυσα — ἴ̱σχῡσα , ἰσχύω to be strong aor ind act 1st sg ἴσχῡσα , ἰσχύω to be strong aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχύω — ίσχυσα 1. έχω ισχύ, επιρροή, επιβολή: Δεν ισχύουν οι παρακλήσεις μου. 2. έχω νομικό κύρος ή εφαρμογή, έχω πέραση: Δεν ισχύουν ορισμένες διατάξεις του συντάγματος. – Δεν ισχύει αυτή η άδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχύω — ισχύω, ίσχυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: ισχύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ισχύων, ουσα, ον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής