-
1 příběh
ιστορία -
2 dzieje
ιστορία -
3 historia
ιστορία -
4 история
-и θ.ιστορία•история Древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας•
законы -и οι νόμοι της ιστορίας•
диалектика -и η διαλεκτική της ιστορίας•
всемирная история παγκόσμια ιστορία•
древняя история αρχαία ιστορία•
новейшая история ιστορία των νεωτέρων χρόνων•
история средних веков ιστορία του μεσαίωνα.
|| συμβάν, γεγονός•печальная история θλιβερή ιστορία.
|| αφήγηση, εξιστόρηση•история моего детства ιστορία της ποδικής μου ηλικίας.
εκφρ.история болезни – το ιστορικό της ασθένειας•вечная (обычная: - – η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία•совсем другая история – εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)•история с географией – (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα•войти в -ю – μπαίνω στην ιστορία. -
5 история
историяж1. ἡ ίστορία:новая \история ἡ ιστορία τών νέων χρόνων \история болезни мед. τό ἰστορικόν ἀσθενείας·2. (происшествие, случай) ἡ ίστορία, τό περιστα-τικό[ν]:неприятная \история ἡ δυσάρεστη ίστορία· ◊ хорошенькая \история1 ирон. ἀλλο πάλι αὐτό!· вечная \история πάλι τά ἰδια καί τά ἰδια· э́то целая \история εἶναι ὁλόκληρη ιστορία· об игом \история умалчивает ἡ ίστορία σιωπᾶ. -
6 history
['histəri]plural - histories; noun1) (the study of events etc that happened in the past: She is studying British history; ( also adjective) a history lesson/book.) ιστορία2) (a description usually in writing of past events, ways of life etc: I'm writing a history of Scotland.) ιστορία3) ((the description of) the usually interesting events etc associated with (something): This desk/word has a very interesting history.) ιστορία•- historic
- historical
- historically
- make history -
7 история
-
8 make history
(to do something very important, especially to be the first to do something: The Wright brothers made history when they were the first to fly an aeroplane.) περνώ στην ιστορία,γράφω ιστορία -
9 искусствовед
ο τεχνοκριτικός, ο τεχνοκρίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искусствовед
-
10 история
η ιστορία, -ческий ιστορικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > история
-
11 медиевистика
(ист.) η (ευρωπαϊκή) μεσαιωνική ιστορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > медиевистика
-
12 новейший
-
13 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
14 быль
быльж1. τό γεγονός;2. (рассказ) ἡ ἀληθινή ἱστορία -
15 веха
вех||аж1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού. -
16 всеобщий
всео́бщ||ийприл γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:\всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους. -
17 двойка
двойк||аж в разн. знач. τό δυάρι, ἡ δυάρα, τό δύο:\двойка треф карт. τό δυάρι (или τό δύο) σπαθί· он получил \двойкау по истории (έ)πήρε δύο (или δυάρι) στήν ίστορία. -
18 древний
древн||ийприл1. ἀρχαίος, παλαιός:\древнийяя история ἡ ἀρχαία ἰστορία· \древнийие языки οἱ ἀρχαϊες γλώσσες·2. (очень старый) πανάρχαιος:\древний старик ὁ ἐσχα-τὁγηρος. -
19 заваривать
завариватьнесов, заварить сов:\заваривать чай κάνω τσάι· ◊ \заваривать кашу ἀνοίγω ἰστορία. -
20 искусствоведение
искусствовед||ениес ἡ τεχνολογία, ἡ ἰστορία καί κριτική τῶν καλῶν τεχνών.
См. также в других словарях:
ἱστορία — ἱστορίᾱ , ἱστορία inquiry fem nom/voc/acc dual ἱστορίᾱ , ἱστορία inquiry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορία — η 1. αφήγηση γεγονότων που αναφέρονται σε ορισμένες περιόδους, σε λαούς, σε πρόσωπα κτλ.: Βυζαντινή ιστορία. – Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. – Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου. – Φανταστική ιστορία. 2. επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
ἱστορίᾳ — ἱστορίαι , ἱστορία inquiry fem nom/voc pl ἱστορίᾱͅ , ἱστορία inquiry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιστορία της Εβραιοπούλας της Μαρκάδος — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 810 στίχους. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1668. Αφηγείται την ερωτική ιστορία της Μαρκάδας, κόρης πλούσιου Εβραίου του Φαναριού με έναν Αλβανό χριστιανό, τον Δήμο. Ο Δήμος την παντρεύτηκε και… … Dictionary of Greek
Ιστορία του άρχοντος και σπαθαρίου Σταυράκη — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 326 στίχους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1767. Αφηγείται την ιστορία του άρχοντα και σπαθάριου Σταυράκη, ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι μετά τον θάνατό του η περιουσία του θα περιερχόταν στην… … Dictionary of Greek
ἱστόρια — ἱστόριον fact neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek