Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἱστία

  • 1 двухмачтовый

    με δύο κατάρτια/ιστία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двухмачтовый

  • 2 плыть

    πλέω, (плавать) κολυμπώ. - баттерфляем κολυμπάω πεταλούδα
    - под парусами αρμενίζω με τα ιστία/πανιά
    - по течению - κατά το ρεύμα/τον ρου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плыть

  • 3 парус

    парус
    м τό ἰστίον, τό πανί, τό καρα-βόπανο:
    идти под \парусами ἰστιοδρομῶ, πλέω μέ τά πανιἀ· поднимать \паруса σηκώνω (или ἀπλώνω) τά πανιά· спускать \паруса συστέλλω τά ίστία, μαϊνάρω τά πανιά· ◊ на всех \паруса́х разг ὁλοταχώς, κατεσπευσμένως [-α].

    Русско-новогреческий словарь > парус

  • 4 спускать

    спускать
    несов
    1. (опускать) κατεβάζω:
    \спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·
    2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:
    \спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·
    3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):
    \спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·
    4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·
    5. (растрачивать) разг χάνω:
    \спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться
    1. κατεβαίνω:
    \спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·
    2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές.

    Русско-новогреческий словарь > спускать

  • 5 парусный

    επ.
    1. βλ. парусиновый.
    2. για ιστία•

    -ые йглы- αρμενοβελόνες, ιστιορραφί-δες•

    -ые нитки ιστιοράμματα.

    3. ιστιοφόρος•

    -ая лодка βάρκα με πανί.

    4. της ιστιοδρομίας•

    -ые соревнования αγώνες ιστιοδρομίας•

    парусный спорт ιστιοδρομία, ιστιοπλοία.

    Большой русско-греческий словарь > парусный

  • 6 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 7 рифлёный

    επ. (τεχ.) χαραγμένος, χαρακωμένος• αυλακωμένος.
    επ. (ναυτ.) με ελαττωμένη επιφάνεια (για ιστία).

    Большой русско-греческий словарь > рифлёный

См. также в других словарях:

  • ἱστία — ἱστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἱστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱ̱στίᾱ , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd sg (ionic) ἱστίᾱ , ἑστιάω receive at… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱστία — Ἱστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱστίᾳ — Ἱστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ἱστίᾳ — ἱστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl (epic ionic) ἱστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίαν — ἱστίᾱν , ἑστία hearth of a house fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱ̱στίᾱν , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) ἱ̱στίᾱν , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 1st sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστίας — ἱστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl (epic ionic) ἱστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱ̱στίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 2nd sg (ionic) ἱστίᾱς , ἑστιάω receive at one s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιᾶς — ἱστιᾶ̱ς , ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 2nd sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιάτορας — ἱστιά̱τορας , ἱστιάτωρ feast masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιάτορες — ἱστιά̱τορες , ἱστιάτωρ feast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιάτωρ — ἱστιά̱τωρ , ἱστιάτωρ feast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»