Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
ἱστάνειν — ἱστάνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστάνω — ἱστάνω (Α) ίστημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το απρμφ. ἱστάναι τού ενεστ. ἵστημι δημιουργήθηκε παράλλ. τ. ἱστάνειν και εν συνεχεία υποχωρητικά θεματικός ενεστ. ἱστάνω] … Dictionary of Greek