-
1 Hiero
Ἱέρων, -ωνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hiero
-
2 Rite
subs.Bacchic rites: V. βακχεύματα, τά, τελεταὶ εὔιοι, αἱ; see Bacchanalia.Do you perform your rites by day or night? τὰ δʼ ἱρὰ νύκτωρ ἢ μεθʼ ἡμέραν τελεῖς; (Eur., Bacch. 485).Begin the rites: V. κατάρχεσθαι, P. κατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν (of. Ar., Av. 959), προκατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν, Ar. and P. ἀπάρχεσθαι (Xen.).Begin the rites by taking the meal from the baskets: V. ἐξάρχου κανᾶ (Eur., I.A. 435).He shall begin the rites with offering of meal and lustrations: V. προχύτας χέρνιβάς τʼ ἐνάρξεται (Eur., I.A. 955).President of the rites: P. ἱεροποιός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rite
См. также в других словарях:
Ἱέρων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Ἱερῶν — Ἱέρη fem gen pl Ἱερή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερῶν — ἱερά serpent fem gen pl ἱεράζω serve as priest fut part act masc voc sg ἱεράζω serve as priest fut part act neut nom/voc/acc sg ἱεράζω serve as priest fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἱεραί filled with fem gen pl ἱερή fem gen pl ἱερόν… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρων — ἱερά serpent neut gen pl ἱ̱έρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἱ̱έρων , ἱερόω consecrate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἱερόω consecrate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἱερόω consecrate imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρωνα — Ἱέρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρωνι — Ἱέρων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρωνος — Ἱέρων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek