Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἱδρύω

  • 1 учредить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. учрежденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ιδρύω, θεμελιώνω•

    учредить общество ιδρύω σύλλογο (σύνδεσμο)•

    учредить академию ιδρύω Ακαδημία.

    2. καθιερώνω, εγκαινιάζω, συνιστώ•

    -контроль над производством καθιερώνω τον έλεγχο στην παραγωγή.

    ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > учредить

  • 2 воздвигать

    воздвигать, воздвигнуть ιδρύω στήνω, ανεγείρω (памятник)
    * * *
    = воздвигнуть
    ιδρύω; στήνω, ανεγείρω ( памятник)

    Русско-греческий словарь > воздвигать

  • 3 основать

    основать θεμελιώνω, ιδρύω
    * * *
    θεμελιώνω, ιδρύω

    Русско-греческий словарь > основать

  • 4 образовать

    -зую, -зуешь, μτχ. ενστ. образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω•

    три линии -уют треугольник τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο•

    дорога -ует полукруг ο δρόμος κάνει ημικύκλιο.

    || ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω•

    образовать комиссию συγκροτώ επιτροπή•

    образовать драмкружок ιδρύω δραματικό όμιλο.

    || αποτελώ.
    1. ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. τακτοποιούμαι.
    ρ.δ. и. σ. παλ. μορφώνω. || τελειοποιώ.
    μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > образовать

  • 5 основать

    -ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. основанный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    ανεγείρω, ιδρύω, φτιάχνω•

    основать город ιδρύω πόλη•

    основать больницу φτιάχνω νοσοκομείο.

    || μτφ. βασίζω, στηρίζω•

    вы на чём -ли это предположение? σε τι στηρίξατε αυτή την εικασία;

    ανεγείρομαι, ιδρύομαι, χτίζομαι, γίνομαι. || εγκατασταίνομαι•

    он -лся прочно на новом доме αυτός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο καινούριο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > основать

  • 6 создать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. создал, -ла, -ло•, προστκ. создай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созданный, βρ: -дан, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω• κατασκευάζω•

    создать индустрию φτιάχνω βιομηχανία•

    создать новую машину κατασκευάζω καινούρια μηχανή•

    создать поэму φτιάχνω ποίημα•

    создать симфонию (μουσ.) φτιάχνω συμφωνία.

    2. ιδρύω, συγκροτώ•

    создать партию ιδρύωκόμμα•

    создать кружок ιδρύω όμιλο.

    || κάνω•

    создать шум κάνω θόρυβο.

    3. δημιουργώ• συνθέτω• καθορίζω•

    создать условия для работы δημιουργώ συνθήκες για εργασία•

    создать затруднения δημιουργώ δυσκολίες.

    εκφρ.
    быть созданным друг для друга – είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (πολύ ταιριασμένο αντρόγυνο).
    δημιουργούμαι, γίνομαι• εμφανίζομαι, προβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > создать

  • 7 организовать

    1. (основать, учредить) οργανώνω, εγκαθιδρύω, ιδρύω 2. (подготовить, устроить) διοργανώνω 3. (внести порядок, планомерность) τακτοποιώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > организовать

  • 8 основать

    ανεγείρω, (εγκαθ)ιδρύω, θεμελιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основать

  • 9 учредить

    1. (основать, создать что-л) ιδρύω 2. (ввести, установить) καθιερώνω, θεμελιώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учредить

  • 10 основывать

    основывать
    несов
    1. ίδρύω, θεμελιώνω·
    2. (обосновывать) βασίζω, στηρίζω:
    это нн на чем не основано αὐτό δέν στηρίζεται πουθενά.

    Русско-новогреческий словарь > основывать

  • 11 устраивать

    устраива||ть
    несов
    1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
    \устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
    2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
    \устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
    3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
    \устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
    4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
    это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться
    1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
    у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
    2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > устраивать

  • 12 учредить

    учредить
    сов, учреждать несов ἱδρύω, συνιστώ.

    Русско-новогреческий словарь > учредить

  • 13 основывать

    [ασνόβυβατ"] ρ. ιδρύω

    Русско-греческий новый словарь > основывать

  • 14 учреждать

    [ουτσριζντάτ'] ρ. ιδρύω

    Русско-греческий новый словарь > учреждать

  • 15 основывать

    [ασνόβυβατ"] ρ ιδρύω

    Русско-эллинский словарь > основывать

  • 16 учреждать

    [ουτσριζντάτ'] ρ ιδρύω

    Русско-эллинский словарь > учреждать

  • 17 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 18 зиждить

    -жду, -ждишь
    ρ.δ.μ. παλ. ιδρΰω, δημιουργώ, θεμελιώνω.
    βασίζομαι, στηρίζομαι•

    -ется на песке χτίζεται στην άμμο.

    Большой русско-греческий словарь > зиждить

  • 19 нарядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω με πολυτέλεια• στολίζω λουσάρω•

    нарядить невесту στολίζω τη νύφη.

    2. ντύνω, μεταμφιέζω•

    нарядить ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά•

    нарядить колдуном ντύνω σαν μάγο.

    ντύνομαι, στολίζομαι κλπ. ρ.μ. как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό•

    -клоуном ντύνομαι παλιάτσος•

    она любит -αυτής της αρέσει να στολίζεται.

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. διατάζω•

    нарядить следствие о пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά.

    || καθορίζω εργασία, εργοδοτώ. || (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υπηρεσία•

    нарядить караул βγάζω φρουρά.

    || στέλλω•

    -подводы за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευμα.

    2. παλ. συγκροτώ, ιδρύω.

    Большой русско-греческий словарь > нарядить

  • 20 ополчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. εξοπλίζω για πόλεμο ιδρύω λαϊκή φρουρά.
    2. μτφ. (απλ.) προδιαθέτω κακώς, διεγείρω κατά.
    1. παλ. εξοπλίζομαι αντιμάχομαι, αντιπαλεύω.
    2. ξεσηκώνομαι, κινητοποιούμαι. || μτφ. επιτίθεμαι (με λόγια, κριτική κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ополчить

См. также в других словарях:

  • ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

  • ἱδρύω — ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres subj act 1st sg ἱδρύ̱ω , ἱδρύω make to sit down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱδρυνθέντα — ἱδρύω make to sit down aor part pass neut nom/voc/acc pl ἱδρύω make to sit down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανιδρύω — ιδρύω ξανά, στήνω πάλι, ξαναχτίζω, αναστηλώνω, επανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • ἱδρυνθεῖσα — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθεῖσαν — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείη — ἱδρύω make to sit down aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείς — ἱδρύω make to sit down aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρυνθείσαις — ἱδρύω make to sit down aor part pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»