Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἦχοι

  • 1 прерывистый

    прерывист||ый
    прил διακεκομμένος:
    \прерывистыйое дыхание ἡ βραχεία ἀναπνοή· \прерывистыйые звуки οἱ διακεκομμένοι ήχοι,

    Русско-новогреческий словарь > прерывистый

  • 2 таять

    тая||ть
    несов
    1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:
    конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·
    2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:
    зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν
    3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:
    си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·
    4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:
    \таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα

    Русско-новогреческий словарь > таять

  • 3 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 4 прерывистый

    επ., βρ: -вист, -а, -о
    διακεκομμένος, διακοφτός•

    -ая линия διακοφτή γραμμή•

    -ые звуки διακοφτοί ήχοι.

    Большой русско-греческий словарь > прерывистый

  • 5 стройный

    επ., βρ: строен, строина,стройно
    1. ευμελής, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος. || ομορφοκαμωμένος, καλοκαμωμένος. || (στρατ.) στοιχισμένος, ζυγισμένος.
    2. μτφ. καλοφτιαγμένος, καλοσύστατος, καλοσυνδυασμένος. || κανονικός ομαλός•

    стройный порядок ομαλή τάξη.

    || αρμονικός•

    -ые звуки αρμονικοί ήχοι.

    Большой русско-греческий словарь > стройный

  • 6 таять

    таю, таешь
    ρ.δ.
    1. λιώνω, τήκομαυ•

    -ют снега λιώνουν τα χιόνια•

    воск -ет το κηρί λιώνει.

    2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•

    облако -ет το σύννεφο χάνεται•

    туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•

    звуки -ют οι ήχοι χάνονται.

    || ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•

    деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.

    εκφρ.
    так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > таять

  • 7 хлоп

    επιφ. χλαπ! με σημ. κατηγ. του ρ. хлопать(ся).
    πλαπ! φαπ! (για κάτι απότομο, ξαφνικό, απρόοπτο).
    α.
    χλοπ (ήχοι δυο κρουσμένων αντικείμενων)• χειροκροτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > хлоп

  • 8 явственный

    επ., βρ: -вен κ.-венен, -венна, -венно
    σαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, Εεκαθαρος•

    -ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι.

    Большой русско-греческий словарь > явственный

См. также в других словарях:

  • ηχοί — ἡχοῑ (Α) επίρρ. (επιγρ. αντί ἧχι) όπου …   Dictionary of Greek

  • Ἠχοῖ — Ἠχώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχοῖ — ἠχέω sound pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦχοι — ἦχος sound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • АВТЕНТИЧЕСКИЙ ЛАД — Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев [лат. authenticus (authentus)… …   Православная энциклопедия

  • Echos — (Greek: polytonic|ἦχος, IPA2| i.xos; pl. Echoi polytonic|ἤχοι, IPA2| i.çi) is the name in Byzantine music theory for the melody type used in the composition of music. It is akin to a Western medieval mode or an Arabian maqam.Overview and… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»