-
1 прерывистый
прерывист||ыйприл διακεκομμένος:\прерывистыйое дыхание ἡ βραχεία ἀναπνοή· \прерывистыйые звуки οἱ διακεκομμένοι ήχοι, -
2 таять
тая||тьнесов1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:\таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα -
3 лететь
лечу, летишьρ.δ.1. πετώ, ίπταμαι•журавли -ят οι γερανοί πετούν•
самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.
2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•
искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.
3. πέφτω•лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•
-ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.
4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.
6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•акции -ят οι μετοχές πέφτουν.
-
4 прерывистый
επ., βρ: -вист, -а, -оδιακεκομμένος, διακοφτός•-ая линия διακοφτή γραμμή•
-ые звуки διακοφτοί ήχοι.
-
5 стройный
επ., βρ: строен, строина,стройно1. ευμελής, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος. || ομορφοκαμωμένος, καλοκαμωμένος. || (στρατ.) στοιχισμένος, ζυγισμένος.2. μτφ. καλοφτιαγμένος, καλοσύστατος, καλοσυνδυασμένος. || κανονικός ομαλός•стройный порядок ομαλή τάξη.
|| αρμονικός•-ые звуки αρμονικοί ήχοι.
-
6 таять
таю, таешьρ.δ.1. λιώνω, τήκομαυ•-ют снега λιώνουν τα χιόνια•
воск -ет το κηρί λιώνει.
2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•облако -ет το σύννεφο χάνεται•
туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•
звуки -ют οι ήχοι χάνονται.
|| ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.
4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.
εκφρ.так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα. -
7 хлоп
-
8 явственный
επ., βρ: -вен κ.-венен, -венна, -венноσαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, Εεκαθαρος•-ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι.
См. также в других словарях:
ηχοί — ἡχοῑ (Α) επίρρ. (επιγρ. αντί ἧχι) όπου … Dictionary of Greek
Ἠχοῖ — Ἠχώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχοῖ — ἠχέω sound pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχοι — ἦχος sound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
АВТЕНТИЧЕСКИЙ ЛАД — Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев Воскресная стихира на «Господи воззвах» 2 й (автентический) глас: византийская монодия и знаменный распев [лат. authenticus (authentus)… … Православная энциклопедия
Echos — (Greek: polytonic|ἦχος, IPA2| i.xos; pl. Echoi polytonic|ἤχοι, IPA2| i.çi) is the name in Byzantine music theory for the melody type used in the composition of music. It is akin to a Western medieval mode or an Arabian maqam.Overview and… … Wikipedia